Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Οδοιπορικό στον χώρο και τον χρόνο


Η ΡΕΝΤΙΝΑ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Η ΡΕΝΤΙΝΑ  Η Αρχόντισσα των Αγράφων
Και μόνο να σε στοχαστό
χωριό μου αψηλώνω
Η ιστορία της Ρεντίνας χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως μαρτυρούν τα ερείπια των τειχών της αρχαίας πόλης της χώρας των Δολόπων. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η Ρεντίνα είναι κτισμένη κοντά στη θέση της αρχαίας Αγγείας. Πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος της Ρεντίνας κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αφού υπήρξε ένα από τα πλούσια και δραστήρια χωριά των Αγράφων και η μεγαλύτερη κωμόπολη. Κατά τον Άγγλο περιηγητή Λήκ η Ρεντίνα ήταν έδρα της Δημογεροντίας των Αγράφων με 450 σπίτια και κυριότερη κώμη της περιοχής.  
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Ρεντίνα έχει μια μακραίωνη παρουσία μέσα στον ιστορικό χρόνο, αλλά και όχι μόνο. Οι ρίζες της ανατρέχουν στην εποχή που η ιστορία έγινε μύθος και ο μύθος έγινε θρύλος. Η προφορική παράδοση που αποτελούσε κάποτε την ιστορική καταγραφή, ιστορίες και διηγήσεις δεν πρέπει να χαθούν στην σφαίρα της λήθης. Στον μικρό και με ξεχωριστή ομορφιά περήφανο αυτόν τόπο του Αγραφιώτικου κύκλου, μέσα στον οποίον στα αρχαία χρόνια υπήρξε και άκμαζε μια προϊστορική πόλη η Αγγεία των Δολόπων, είναι χτισμένη η σημερινή κωμόπολη Ρεντίνα-η Αρχόντισσα των Αγράφων, που πορεύεται στο ποτάμι του χρόνου αιώνες τώρα, κουβαλώντας πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά. Τόσο από την Αγγεία των Δολόπων όσο και από την Ρεντίνα των Αγράφων, της Τουρκοκρατίας και της Εθνικής Αντίστασης, τα ματωμένα χώματα αυτού του τόπου, γνώρισαν μέρες μεγάλης δόξας και λαμπρύνθηκαν από τα έργα των κατοίκων. Ξεδιπλώνοντας την ιστορία αυτού του δοξασμένου τόπου και κάνοντας βουτιά στις αναμνήσεις, δίνουμε μοναδικές πληροφορίες και περιγραφές για κάθε τι που τον συγκροτεί και τον στολίζει. Ιστορούμε τη διαδρομή της από παλιά μέχρι σήμερα και περιγράφουμε αξιόπιστα ατέλειωτες εικόνες, που αφορούν το τότε και το τώρα, το χθες και το σήμερα. Την αλλιώτικη αυτή γωνιά, τον τόπο που όσοι τον έζησαν τον αγάπησαν σίγουρα, γιατί κάτι πιο πάνω, κάτι πιο πέρα είναι λειτουργία ζωντανών χρωμάτων και αισθήσεων. Στους παλιούς που φύτρωσαν σε τούτα τα χώματα, αυτές οι εικόνες ασφαλώς θα είναι χαραγμένες βαθιά μες την ψυχή τους και στην ανάμνηση τους κάποιος κόμπος θα ξεφύγει από τα στήθη τους και θα ανεβαίνει στον λαιμό τους. Στους νέους θα προσφέρουν γνώση και θαυμασμό για τα γενόμενα, αλλά και κάποια απορία, αν τέτοια ήταν η ζωή, τα σωτήρια εκείνα χρόνια. Όσα περιέχονται σε αυτό το βιβλίο, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη και διαχρονική αναφορά (αναδρομή) στις ρίζες μας. Από τον αδαπάνητο αυτό θησαυρό των στοιχείων της ιστορίας και της παράδοσης του χωριού και της ευρύτερης περιοχής των Αγράφων, αντλήσαμε το υλικό για την συγγραφή αυτού του βιβλίου. Κατάθεση κι ένα μικρό λιθαράκι μνήμης στο πολύχρωμο ψηφιδωτό του Αγραφιώτικου χώρου είναι το βιβλίο τούτο. Η ιστορία και η παράδοση αυτή βασίστηκε στις μνήμες, που διασπούν το φράγμα των αιώνων και φθάνουν μέχρι το σήμερα. Φύση ιδιαίτερα συντηρητική ο Αγραφορεντινιώτης δεν αλλάζει εύκολα την βαθιά ριζωμένη παράδοση του, τις συνήθειες, τους θεσμούς του. Όμως, αυτή η προσήλωση του στο παρελθόν, στα ιερά και τα όσια, στις αξίες τις ελληνικές, αυτά βοήθησαν να γίνει και να παραμείνει στους αιώνες «προπύργιο» του Ελληνισμού, στο τμήμα εκείνο του κέντρου της Ελλάδας, που η ιστορία το έταξε. Η Ρεντίνα, όμως δεν είναι μονάχα τόπος με γοητείες και θέλγητρα, είναι θρησκευτικό και ιστορικό προσκύνημα με το μοναστήρι και τις παλιές εκκλησίες της, σήμερα σεμνύνεται ακόμη, για τις γενιές του απώτερου και του πρόσφατου παρελθόντος, που κληροδότησαν τιμή και μνήμη εξαίρετης δράσης και περιφανών πράξεων. Λέγεται πως από τον παλιό καιρό ακούστηκε για την ιστορία της, πως πρόκοψε σαν κεφαλοχώρι, γέννησε κιόλας ανθρώπους, που ’ ναι πάντα χρειαζούμενοι για να βαστιέται τ’ όνομα ενός τόπου ακατάλυτο. Κοντά σ’ αυτά λέγεται ακόμα, πράγμα που μπορεί κανείς μα το διαπιστώσει και σήμερα, πως οι Ρεντινιώτες ανέκαθεν ήταν σεμνοί, συνάμα περήφανοι, καλότροποι, συνετοί και καλοί πατριώτες. Τα εκατοντάδες χρόνια που κύλησαν αποκαλύπτουν την σεμνή αισθητική, αυτή που υπαγορεύθηκε από τις μετρημένες γραμμές των βουνών, με τις υπέροχες κλίσεις στις πλαγιές τους, τη λεπτότητα που τα ρέματα σμιλεύουν στο διάβα τους προς τον καρποφόρο Θεσσαλικό κάμπο, την υπομονή των δένδρων που κυριεύουν όλο τον τόπο. Ακόμη τα σπίτια, οι δρόμοι, οι πλατείες και οι βρύσες, όλα τα έργα των ανθρώπων, όλα όσα πέρασαν από τα χέρια τους, υλικά του τόπου τους γεννήματα ήταν, με την ίδια δροσιά πορεύτηκαν, τον ίδιο αέρα ανάσαιναν. Απ’ εδώ λοιπόν, απ’ αυτό το χωριό, το στεφανωμένο απ’ τα άγρια βουνά, ξεκίνησε τόσος θρύλος. Πίσω απ’ τα βουνά αυτά, τα πανύψηλα, είναι ο μεγάλος κόσμος. Σε τούτο τον τόπο και τα πετροχώματα, που άνθησε η λευτεριά και ζωντάνεψε διαχρονικά ένα πλούσιο σε μνήμες παρελθόν, απομένει χώρος μιας ατέλειωτης ομορφιάς που δεν έχει όρια. Η Ρεντίνα λοιπόν από χρόνια ανιστόρητα, στέκει στη δύνη των κύκλων του χρόνου πάντα περήφανα ψηλά στα Άγραφα, αγέρωχη και αιώνια, καμαρώνοντας για τα περασμένα και διηγείται τους πόθους και τα όνειρα όλων που ήρθαν, πέρασαν, θα έλθουν, θα περάσουν, θα διαβούν. 
Ο Αγραφιώτικος κύκλος 
Στα Άγραφα ο μύθος και η ιστορία ζωντανεύουν, είναι μια από τις περιοχές με πλούσιες αγωνιστικές παρακαταθήκες, κάθε ύψωμα αναταράζεται από συναρπαστικούς μύθους και το χώμα είναι βαμμένο με το αίμα των ηρωικών αγώνων του Ελληνικού λαού. Από τα παλιά χρόνια στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων έσμιξαν η ιστορία με τους θρύλους και τις παραδόσεις και η θρησκευτική λατρεία με την τέχνη. Στην δε εποχή της Τουρκοκρατίας αποτέλεσαν τα Άγραφα, φάρο της λευτεριάς και ήταν λημέρι των κλεφτών, οι οποίοι ήταν η ψυχή του 1821. Περήφανος, λεβενταράς ο Αγραφιώτης, ποτέ δεν το ΄ βάλε κάτω, τόλμησε ν’ αντικρίσει θαρρετά του Τούρκου το μάτι. Δεν σκύβει το κεφάλι αυτός, κατά τα δίσεκτα χρόνια της σκλαβιάς. Αγύριστο κεφάλι. Οι γοητευτικές αυτές περιοχές Αργιθέας - λίμνης Μέγδοβα (Πλαστήρα) - Ρεντίνας αποτελούν τον Αγραφιώτικο κύκλο και ανήκουν στον ορεινό όγκο των Θεσσαλικών Αγράφων, που διαμορφώνει την νοτιοδυτική πλευρά του νομού Καρδίτσας. Μια σειρά από βουνοκορφές, όπου τα χρώματα αφομοιώνονται με τον αντίλαλο του χρόνου, είναι οι κορφάδες των Αγραφιώτικων βουνών και ανάμεσα τους τα διάσπαρτα Αγραφιωτοχώρια. Τοποθεσίες γκρίζες, πράσινες, γλαυκές, αλλού ο ήλιος να παιζογελά με την πέτρα κι αλλού ο ίσκιος, μορφές παραμυθιών στη φαντασία του ανθρώπου ν’ ανασταίνει, αγγίζουν ελαφρά τον ουρανό σα να θέλουν να του εξομολογηθούν το τραγούδι της παλικαριάς. Ψηλά στα Άγραφα οι κάτοικοι τους, πίνουν δροσερό νερό και δουλεύουν την κακοτράχαλη γης. Κατόπι, σαν παραγεράσουνε, απλώνουν στο χώμα τα μεγάλα τυραγνισμένα κορμιά τους, σαν ώριμοι καρποί και γυρνάνε πίσω στη Γης. Εκεί λιώνουν ειρηνικά μαζί με όλους τους προγόνους. Ο νομός Καρδίτσας χαρακτηρίζεται από την αντίθεση της άγριας ομορφιάς, της οροσειράς των Αγράφων και της ηρεμίας του ατέλειωτου Θεσσαλικού κάμπου. Σαν καταπράσινη θάλασσα απλώνεται ο Θεσσαλικός κάμπος. Η εύφορη γη του και η γεωγραφική του θέση, συνετέλεσαν στο να γίνει πέρασμα και τόπος συνάντησης φύλων και πολιτισμών. Τα χωριά δε αυτού του Αγραφιώτικου κύκλου, διασώζουν μια αξιόλογη τοπική αρχιτεκτονική, αρχαίες πόλεις και βυζαντινά κάστρα, μοναστήρια και παλιές εκκλησιές, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν και στολίζουν το περήφανο τοπίο τους. Από το 6000 π.Χ., που υπήρξαν ίχνη ανθρώπινης ζωής με νεολιθικούς οικισμούς, ο Αγραφιώτικος κύκλος πορεύεται μέχρι σήμερα στο φάσμα των αιώνων, η συνεχής δε ανθρώπινη παρουσία που μαρτυρείτε από την εποχή του Όμηρου και φτάνει στις μέρες μας, καθορίζει το χαρακτήρα αυτής της διαδρομής, που απλώνεται στα νοτιοδυτικά της Καρδίτσας, στις υπώρειες της Πίνδου. Και αυτή η ιστορία συνεχίζεται… 
ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΩΝ  ΘΡΥΛΩΝ
Τα Άγραφα
Τα Άγραφα αποτελούν το πετράδι στο στέμμα της Πίνδου. Στον Πινδικό χώρο και στον νοτιοανατολικό ορεινό όγκο του βρίσκονται τα Άγραφα, που γεωγραφικά ενώνουν την δυτική Κεντρική Ελλάδα με την Θεσσαλία και διαιρούνται στα Θεσσαλικά και Ευρυτανικά Άγραφα. Λένε οι παλιοί, ότι όταν ο Θεός έφτιαχνε τον κόσμο, πήρε μια χούφτα από χώμα και το πέρασε σε σήτα. Το εύφορο πέρασε από αυτήν και έγιναν οι κάμποι, οι πέτρες και τα χοντράδια έπεσαν στην γη και γεννήθηκαν τα Άγραφα. Τα πολυφύμηστα Άγραφα δεν πήραν την ονομασία μόνο από την φυσιογνωμία του τόπου, αλλά την πήρανε και από την φυσιογνωμία των ανθρώπων που τα κατοικούνε. Τα πέτρινα χρόνια της Τουρκιάς οι άνθρωποι αυτοί δεν άφησαν, Τούρκικο ποδάρι να πατήσει τον τόπο τους και να εισπράξει το χαράτσι της σκλαβιάς. Ο ορεινός αυτός όγκος, αυτή η βουνοθάλασσα, αποτελεί τμήμα της οροσειράς της Πίνδου, με βουνά ντυμένα με μύθους και παραδόσεις, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Σε τούτον τον τόπο άνθησε η ζωή, έζησαν άνθρωποι απλοί, άνθρωποι λιτοί και λεύτεροι, λεύτεροι γιατί δεν λύγισαν ποτέ, δεν προσκύνησαν αφεντάδες, λεύτεροι γιατί απολαμβάνουν το πράσινο και χαίρονται τον ήλιο. Η περιοχή των Αγράφων καλύπτεται από πυκνή βλάστηση που με το πέρασμα του χρόνου επεκτείνεται εξαιτίας της εγκατάλειψης καλλιεργήσιμων εκτάσεων και της περιορισμένης κτηνοτροφίας. Τα Άγραφα, είναι μια Ελλαδική περιοχή ορεινή και δύσβατη, πλαγιές και γκρεμοί, ζερβά και ράχες απροσπέλαστες, μια απέραντη θάλασσα από βουνοκορφές άλλες ψηλές και άλλες χαμηλότερες, εκεί που οι Αγραφιώτες ζουν στο δικό τους απομονωμένο κόσμο. Εδώ ψηλά στα Άγραφα στη χώρα της οξιάς και το βασίλειο της βελανιδιάς, σε τούτη τη βουνοθάλασσα που ψηλά βασιλεύει ο έλατος και πιο χαμηλά ο κέδρος, οι κάτοικοι ζούνε μια ζωή απλή και τίμια. Άνθρωποι που οι καθημερινές έγνοιες τους είναι μόνο, για την γη, για το ξύλο που δίνει τη φωτιά, για τα σύννεφα που δίνουν το νερό της βροχής. Στον Αγραφιώτικο χώρο τα αιώνια, μακάρια βουνά απλώνουνε με σιγουριά τον όγκο τους και μεγαλεπήβολα αγγίζουν τα ουράνια, στα ξέφωτα δε, στις βουνοπλαγιές και στα ριζά, γάργαρα νερά ζωογονούν την πλάση. Σε όποια γωνιά κι αν πατήσεις αυτού του ένδοξου τόπου, τα πάντα σου δίνουν την αίσθηση, πως αυτές οι ανεξάντλητες φυσικές ομορφιές του, δεν έχουν όμοιο τους, όπου δε και αν θελήσεις να σκύψεις στην ανδρειωμένη τούτη γη, θα ακούσης την φωνή των προγόνων. Μερικά χιλιόμετρα σας χωρίζουν από αυτά. Αρκεί μόνο ένα πράγμα από εσάς, την επιθυμία να πάρετε τον δρόμο, πάντα θα υπάρχουν τα παρθένα σημεία, που θα αποπνέουν τον αέρα της άγριας φύσης. Νιώστε τα, δέστε τους χώρους τους, θα δείτε και θ’ ακούσετε πολλά, όταν αποφασίσετε εκεί να βρεθείτε, κι αυτά θα βρουν τη θέση τους μέσα στο είναι σας, θα σας ανταμείψουν πλουσιοπάροχα. Σε υψόμετρο δε 900 μέτρων, στο νοτιότερο άκρο των Θεσσαλικών Αγράφων, που κατέχουν ξεχωριστή θέση στο νομό Καρδίτσας, στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδας, κάθεται θρονιασμένη με όλο της το μεγαλείο η πανέμορφη Ρεντίνα – Αρχόντισσα των Αγράφων, που πορεύεται στο πεπρωμένο της αιώνες τώρα, με σύμμαχο την ιστορία της. Είναι ένα γραφικό ορεινό Θεσσαλικό χωριό, -από τα ομορφότερα των Αγράφων- με αποτυπωμένη την ροή των αιώνων πάνω του, τυλιγμένο στους θρύλους και τις παραδόσεις. Ένα χωριό πλούσιο σε ιστορικές μνήμες, σε παραδοσιακές εκφράσεις, σε φυσικές ομορφιές, σε ευγενικά αισθήματα των κατοίκων του. Ταξίδευσε μέσα στους αιώνες με το ίδιο όνομα και βρίσκεται στην νοτιοανατολική οροσειρά των Αγράφων της Πίνδου, ήταν δε ανέκαθεν χωριό γενέτειρα καπεταναίων, αγωνιστών και επαναστατών, αρματολών και κλεφτών. Η περιοχή των Αγράφων που γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτιστικά υπήρξε ενιαία μέσα στους αιώνες, χωρίζεται σήμερα διοικητικά στα Θεσσαλικά Άγραφα της Καρδίτσας και στα Άγραφα της Ευρυτανίας. Στα Θεσσαλικά Άγραφα υπάγονται σήμερα οι παλαιοί δήμοι: Αργιθέας, Δολόπων, Γόμφων, Νεβροπόλεως, Ιτάμου, Μενελαϊδος, Ταμασίου και Ιθώμης και αριθμούν 73 χωριά. Στα Ευρυτανικά Άγραφα υπάγονται οι πρώην δήμοι: Απεραντίων, Αγραίων και Κτημενίων και απαρτίζονται από 39 χωριά. Τέλος στα Άγραφα ανήκει και ο πρώην δήμος Τυμφρηστού με άλλα τέσσερα χωριά , που σήμερα υπάγονται στην Φθιώτιδα. 
Στη γη των κλεφτών και των αρματολών 
Στο άκουσμα της λέξης Άγραφα, ο Έλληνας συνειρμικά φέρνει στο νου του τους κλέφτες και αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου του μεγάλου αγώνα. Τα απάτητα, υπερήφανα, απροσκύνητα και αδούλωτα Άγραφα ΄ταν το κατεξοχήν καταφύγιο της κλεφτουριάς. Αν ο τόπος είχε φωνή, να τι θα είχε να μας αποκαλύψει!! Η περιοχή των Αγράφων, τα χωριά των κλεφτών (κλεφτοχώρια), υπήρξαν ο καταλληλότερος τόπος για την δράση κλεφτών και αρματολών, αφού η τουρκική εξουσία δεν έφτασε ποτέ ως εκεί με την σκληρή και καταπιεστική μορφή της. Από την αρχή της σκλαβιάς, τα βουνά των Αγράφων, καταφύγιο όλων των επαναστάσεων, πρόσφεραν στους γύρω πληθυσμούς ένα σίγουρο οχυρό εναντίον της τυραννίας. Μάταια οι στρατιές των Τούρκων προσπάθησαν να εγκαταστήσουν εκεί τη δυναστεία των πασάδων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Δεν είναι τόσο ο απόηχος των θρύλων, για την γη των κλεφτών και των αρματολών που σου έρχονται στον νου, όταν αναφέρεσαι στα Άγραφα. Αυτά σου έρχονται πολύ μετά, όταν είσαι ήδη εκεί, γιατί όπως και να το κάνεις, κάτι ξεχωριστό είχαν αυτά τα μέρη μας. Η περιοχή των Αγράφων έχει συνδέσει τη συναρπαστική ιστορία της με απείρους μύθους, αλλά και πραγματικά γεγονότα. Στα ευλογημένα βουνά των Αγράφων στα φλογισμένα χρόνια γεννήθηκε η θρυλική κλεφτουριά και το περίφημο αρματολίκι, εκεί βρίσκονται τα λημέρια των κλεφτών και των καπεταναίων. Στα ματοποτισμένα και ξακουστά Άγραφα, την γη των θρύλων, των παραδόσεων και της λεβεντιάς, ακαταπόνητοι πολέμαρχοι, ατίθασα παλικάρια, μεγάλοι ήρωες αγωνιστές δεν τρόμαζαν στον θάνατο, με απαράμιλλη δε αντρειοσύνη πολέμησαν τους Τούρκους δυνάστες και έδωσαν την ζωή τους για την ανεξαρτησία και την πολυπόθητη λευτεριά. Πριν, αλλά και κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1821, πολλοί και σπουδαίοι οπλαρχηγοί έδρασαν σε αυτόν εδώ τον τόπο, όπως ο Κατσαντώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Δίπλας και άλλοι. 
Γιατί λέγονται Άγραφα
Η περιοχή αυτή της Πίνδου ονομάστηκε έτσι, όταν κατά την εποχή της Εικονομαχίας, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ο Κοπρόνυμος, τον 8ο αιώνα έστειλε Εξάρχους του, να ελέγξουν αν αφαίρεσαν οι κάτοικοι της περιοχής τις εικόνες από τις εκκλησιές τους. Όταν αυτοί έφτασαν διαπίστωσαν, ότι οι ορεινοί κάτοικοι, όχι μόνο δεν είχαν αφαιρέσει τις εικόνες, αλλά φύσει συντηρητικοί και δεμένοι με τις παραδόσεις, επιτέθηκαν και σκότωσαν τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, ως ασεβείς και ιερόσυλους. Φτάνοντας τα μαντάτα στην Πόλη, ο αυτοκράτορας οργίστηκε και διέταξε να διαγράψουν την ανυπότακτη αυτή περιοχή από τους καταλόγους της αυτοκρατορίας, αλλά και από τα κατάστιχα είσπραξης φόρων. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε και αργότερα, αφού και οι Τούρκοι, αν και επεκράτησαν στη Θεσσαλία, πριν από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί εποχής Μουράτ Β΄, που απόμεινε στην ιστορία με το παρανόμι «αναμορφωτής», αν και εγκατέστησαν στον Θεσσαλικό κάμπο Γιουρούκους Τούρκους (ποιμενική φυλή Τούρκων) που ονομάστηκαν «Κόνιαροι», δεν κατόρθωσαν όμως να υποτάξουν την δύσβατη Αγραφιώτικη γη και υποχρεώνονται να ανανεώσουν τα προϋπάρχοντα από τους Βυζαντινούς προνόμια αυτονομίας και αυτοδιοίκησης. Αργότερα ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο «μεγαλοπρεπής», γνωστός στην ιστορία και ως «νομοθέτης», διέταξε τον στρατηγό του Βέϊλερ Βέη, αρχιστράτηγο της Ρούμελης, να υποτάξει την μέχρι της εποχής του, την ουδέποτε αναγεγραμένη στους φορολογικούς καταλόγους των Τούρκων την ορεινή αυτή περιοχή της Πίνδου. Ο Βέϊλερ Βέης διαπιστώνοντας ότι η υποταγή των οροσιβίων Αγραφιωτών δεν ήταν εύκολη, έκρινε σκόπιμο να συνθηκολογήσει και υπέγραψε την συνθήκη Ταμασίου το 1525, όπου συμπεριέλαβε αυτά τα προνόμια, τα οποία συνετέλεσαν στο να μετατραπούν τα βουνά της νότιας Πίνδου σε κιβωτό της Ρωμιοσύνης. Σε αυτό το μετερίζι τής λευτεριάς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διασώθηκε η γλώσσα, η μνήμη, η θρησκεία και ο πολιτισμός του κατατρεγμένου ραγιά. Εδώ ο ραγιάς διατηρήθηκε λεύτερος, αναγεννήθηκε και ανδρώθηκε για ν’ αναλάβει τον αγώνα του Έθνους και της απελευθέρωσης από τον Τουρκικό ζυγό. Έκτοτε στα Άγραφα ίσχυσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας καθεστώς μερικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησης. Βέβαια οι Τούρκοι ασκούσαν κάποιο έλεγχο, χαλαρό όμως, επιβάλλοντας κάποιο κεφαλικό φόρο, που άλλωστε ποτέ δεν πληρώθηκε. Το πρώτο αρματολίκι αναγνωρίστηκε στα Άγραφα για την τήρηση της τάξης, την ασφάλεια των διαβάσεων και την υποχρέωση των προεστών για την μεταφορά της φορολογίας, που καθορίστηκε κατά κοινότητα, στην έδρα της Τουρκικής αυτοκρατορίας, την Πόλη. Για την καλύτερη διοίκηση και διαφύλαξη του χώρου του, το αρματολίκι των Αγράφων χωρίστηκε σε πέντε μικρότερα τμήματα που ονομαζόταν «κόλια». Κάθε (Κόλι) του αρματολικιού είχε ένα στρατιωτικό απόσπασμα κλεφταρματολών, επικεφαλής του οποίου ήταν ένα δοκιμασμένο για την ικανότητα του πρωτοπαλίκαρο (ο Κολιντζής), που φυσικά επιλεγόταν κάθε φορά από τον ίδιο τον καπετάνιο του αρματολικιού, με πρώτο την Ρεντίνα-Κόλι (με έδρα την Ρεντίνα). Αλλά προτού να αναγνωρισθεί το αρματολίκι των Αγράφων και ύστερα από την αναγνώριση του, ο τόπος υπήρξε καταφύγιο των διωκομένων από τις γύρω περιοχές και έγινε το ορμητήριο της κλεφτουριάς και των αρματολών. Η συνθήκη του Ταμασίου κατοχύρωσε την αυτόνομη διαβίωση των κατοίκων της, όμοια προς αυτήν της Μάνης, των Σφακίων και του Σουλίου, μέχρι την εποχή εμφάνισης στο προσκήνιο της ιστορίας, του διαβόητου δυνάστη των Ιωαννίνων τον Τουρκαλβανό Αλή Πασά. Ο αιμοβόρος, δίβουλος και πανούργος Αλή Πασάς, γεννήθηκε στο Τεπελένι της Βόρειας Ηπείρου το 1744 και ήταν γιος του Βελή Μπέη και της ονομαστής για την σκληράδα Χάμκως, από έφηβος ακόμη έγινε αρχηγός ληστρικής συμμορίας και καταδυνάστευε την Ήπειρο και την Θεσσαλία. Με δολοπλοκίες καταφέρνει το 1788 να διορισθεί με φιρμάνι Βεζίρης των Ιωαννίνων και το 1789 επόπτης (ντερβέν αγάς) των δερβενίων της Ρούμελης. Αφού σκότωσε την πρώτη του γυναίκα την Εμινέ, θυγατέρα του Πασά του Δελβίνου Καπλάν, παντρεύτηκε και πήρε χριστιανή, την Βασιλική Κονταξή, κόρη του Κίτσου Κονταξή από τούς Φιλιάτες, ονομαστή για την ομορφιά, την εξυπνάδα και την καλοσύνη της. Έδωσε στην Βασιλική Κονταξή σαν τσιφλίκι, το παλιό χωριό Βοεβόδα κοντά στην Καλαμπάκα, που από τότε πήρε το όνομα της. Αργότερα και μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το χωριό έγινε τσιφλίκι της Βαλιντέ-σουλτάνας, μητέρας του Σουλτάνου. Ο Αλή Πασάς, το λιοντάρι της Ηπείρου, συνέδεσε το όνομα του με τα Γιάννενα και πέρασε στη σφαίρα του ζωντανού μύθου, με την τραγική ιστορία του πνιγμού στη λίμνη, της αρχόντισσας ξακουστής για την ομορφιά της κυρά Φροσύνης. Αργότερα πανίσχυρος ήλθε σε ρήξη με τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, κηρύχθηκε όμως αποστάτης (φερμανλής), δηλαδή εκτός νόμου και καλείται να εγκαταλείψει τα Γιάννενα. Ο Αλής δεν δέχεται και τότε εξοντώθηκε το 1822, από τον Χουρσίτ Πασά στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων. Η κυρά Φροσύνη γυναίκα εξαιρετικά ωραία, σωστή νεράϊδα,, του πλούσιου εμπόρου Δημ. Βασιλείου, συνήψε στενό δεσμό, με τον πρωτότοκο γιο του Αλή Πασά τον Μουχτάρ, που την ερωτεύθηκε παράφορα. Επωφελούμενος δε από την απουσία του Μουχτάρ, ο Αλή Πασάς έστειλε να κλέψουν την Φροσύνη και να την φέρουν στο σεράϊ. Η γυναίκα αρνήθηκε τις ορέξεις του θεριού. Ο Αλή Πασάς αντέδρασε, όπως το συνήθιζε και για να πνίξει το πάθος του, διέταξε κι έγινε τούτο το απαίσιο. Ο τραγικός πνιγμός της στα παγωμένα νερά της λίμνης. Το γεγονός αυτό τροφοδότησε την λαϊκή φαντασία και περιέβαλε το όνομα της με θρύλο και η λαϊκή μούσα την μοίρα της σε μύθο, «τ’ ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννενα στην λίμνη, που έπνιξαν τις δεκαεπτά με την κυρά Φροσύνη».
ΤΟΠΟΡΑΦΙΑ
 Η Γεωγραφική θέση- που βρίσκεται η Ρεντίνα 
 Σε απόσταση τριακοσίων είκοσι χιλιομέτρων, από την Αθήνα και έπειτα από ένα ταξίδι τρεισήμισι ωρών, φτάνει κανείς στην Ρεντίνα, ένα πανέμορφο ηλιόλουστο και χωρίς καθόλου υγρασία, παραδοσιακό οικισμό των Αγράφων του νομού Καρδίτσας. Η Ρεντίνα, έδρα του ομώνυμου ορεινού Δήμου του νομού Καρδίτσας, βρίσκεται πάνω στα όρια των νομών και μάλιστα εκεί που σμίγουν τα σύνορα με τους νομούς Ευρυτανίας και Φθιώτιδας, έχει προσβάσεις και προς τις τρεις αυτές περιοχές των νομών και συνορεύει με τα χωριά Σμόκοβο, Παλαιά Γιαννιτσού, Πάπα, Ροβολιάρι, Πιτσιωτά, Φουρνά και Αϊδονοχώρι (Χωταίνα). Το «χωριό» όπως συνηθίζεται να λέγεται από τους ντόπιους, είναι κτισμένο αμφιθεατρικά σε ένα τοπίο πανέμορφο και μοναδικό, μέσα στην συνολική της έκταση που καλύπτει 56.968 στρέμματα, εκ των οποίων τα 30.000 στρέμματα είναι καταπράσινο δάσος, απέχει δε από την Καρδίτσα 55 χλμ. και από την Λαμία 95 χλμ. Η απρόσμενη ομορφιά της φύσης που δημιούργησε ιστορία, αυτού του ορεινού διατηρητέου και παραδοσιακού χωριού, που βρίσκεται στο κέντρο της «άλλης» Ελλάδας και μάλιστα στην ομορφότερη γωνιά του τόσο ξεχασμένου ορεινού όγκου των Αγράφων, τόσο κοντινού, αλλά τόσο άγνωστου σε πολλούς, που θα σας αιχμαλωτίσει με το μεγαλείο του, την γνήσια πολιτιστική παράδοση, την ιστορικότητα του και τις μεταβυζαντινές εκκλησιές του. Στο τελείωμα της νότιας πλευράς της Πίνδου και στα νοτιοδυτικά αντερίσματα του μεγάλου βουνού Βουλγάρα, φωλιασμένη στην απάνεμη αγκαλιά της για προστασία, κάτω από το νουνό του Αι Λιά, είναι καλά ριζωμένη η Ρεντίνα στολίδι των Αγράφων, με ιστορία ζηλευτή και πλούτο τόσης φυσικής ομορφιάς. Η τοπογραφική θέση που κτίσθηκε το χωριό, αποτελούσε σε αλλοτινούς καιρούς ζωτικής σημασίας πρόσβαση στην ορεινή Πίνδο, πάνω στην στράτα Θεσσαλίας Ρούμελης (μεσοστρατίς Καρδίτσας-Καρπενησίου). Λίγο παράμερα λοιπόν από τον πολυσύχναστο αυτό δρόμο που θα μπορούσε να δώσει αφορμή στην επίσκεψη Τούρκων που ήταν δυσάρεστη, παρείχε έτσι ασφάλεια και ιδιότυπη προστασία στους κατοίκους του. Κηρύχθηκε από την πολιτεία παραδοσιακός οικισμός, για την διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, όπου η αρχιτεκτονική του χωριού παρέμεινε στον ενιαίο χαρακτήρα της και τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά της, το 1967 χαρακτηρίσθηκαν τα μνημεία της ιστορικά διατηρητέα και έγινε Δήμος το 1995 για ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας λόγους. Το μεγάλο αυτό χωριό από τα σημαντικότερα των Αγράφων με ιστορία χιλίων και πλέον ετών, μονοπωλεί το ενδιαφέρον τόσο λόγω της αδιαμφισβήτητης ομορφιάς του, όσο και λόγω των δραστηριοτήτων και των αξιοθέατων που έχει να επιδείξει. Ρεντίνα είναι το χωριό που όλοι αγαπάμε, που κι εσείς θα αγαπήσετε! Μπορεί να μην έχει πια την παλιά δύναμη του, αυτό που κερδίζει όμως είναι ο θαυμασμός για την ομορφιά και την αρχοντιά του, που διατηρείται αλώβητη μέχρι σήμερα. Όλη αυτή η αρχοντιά άλλωστε, έχει δώσει στην Ρεντίνα το όνομα «Αρχόντισσα των Αγράφων». Χτισμένη αμφιθεατρικά και απλωμένη σε δύο βουνοπλαγιές, η πανέμορφη και γραφική Ρεντίνα δίνει την ψευδαίσθηση της ευστάθειας και της σιγουριάς, έχοντας στην ράχη της το βουνό Αϊ Λιά και χαμηλά στα πόδια της τον ποταμό Ονόχωνο, εντυπωσιάζει και δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς με την απλότητα και την λιτή ομορφιά της και ξυπνά μνήμες ξεχασμένες. Στην θέση που είναι η Ρεντίνα στα Άγραφα, η φύση για αποζημίωση της έλλειψης γόνιμης γης, τη προίκισε με απαράμιλλη ομορφιά, που τονίζει όλο το μεγαλείο του βουνίσιου χώρου, χωρίς να αγριεύει την ψυχή του επισκέπτη. Οι πλαγιές ομαλές και ανώμαλες, όλες σχεδόν περπατιούνται και περνιόνται. Περίγυρα της, στο αμφιθεατρικό ψήλωμα των βουνών, στους κυματισμούς των λόφων και των κοιλάδων τις γραμμές, η βλάστησης απλώνεται με όλο το θρασύ μεγαλείο της και με όλη την αβρότητα των χρωμάτων. Τα βουνά ολόγυρα την ζώνουνε και την αγκαλιάζουν, όχι σφιχτά, όχι πνιχτά, μόνο όσο χρειάζεται για να την χαϊδολογάει η αρωματισμένη τους ανάσα. Στα νότια της Ρεντίνας υψώνονται τα ψηλά βουνά Οίτη και Βαρδούσια, ανατολικά στο βάθος η Όθρυς και στα βόρεια βρίσκεται η Βουλγάρα. Πρόσθετα αναφέρεται ότι στην περιφέρεια της Ρεντίνας υπάρχουν και τρεις πηγές θειούχων νερών. Ο Δήμος της Ρεντίνας απαρτίζεται από τέσερες ή περισσότερους μαχαλάδες (συνοικισμούς), ο ένας είναι ο Κεντρικός συνοικισμός το παραδοσιακό κέντρο μέχρι την κεντρική πλατεία, ο άλλος των Νεβροκοκοτάδων, ο τρίτος της Βουρλάτας, ο τέταρτος ο Πέρα μαχαλάς και ο πέμπτος ο Πάνω μαχαλάς.
Το τοπωνύμιο Ρεντίνα
 Παρά τις προσπάθειες διαπρεπών γλωσσολόγων, δεν κατορθώθηκε να βρεθεί η ετυμολογία του τοπωνυμίου Ρεντίνα, που κατά τους προγενέστερους αιώνες, ήταν έδρα της επισκοπής και με ακμάζοντα σχολεία φερόταν ως Ρενδίνα, παραμένει δε αδιευκρίνιστη, με πιθανότερη εκδοχή την άποψη πως είναι ξενική (Σλαβική). Όμως δεν πρέπει να δίνουμε κάποτε και ιδιαίτερη σημασία στο όνομα, αφού την απάντηση την έχει δώσει με σαφήνεια η ιστορία. Οι Ρεντινιώτες είχαν ανέκαθεν Ελληνική συνείδηση και η λαλιά τους δεν ήταν άλλη, από την Ελληνική και μάλιστα στη λιτή δωρική της εκδοχή. Θαυμάζοντας την θέα που προσφέρει απλόχερα, το μεγάλο υψόμετρο, ίσως τότε δεν θα αναρωτιέστε ποια ανάγκη οδήγησε κάποτε τους ανθρώπους να αναζητήσουν κατοικία στο δύσβατο αυτό βουνίσιο τόπο. Το πώς επρωτοχτίστηκε η Ρεντίνα κανένας δεν ξέρει. Λέγεται ότι γενάρχης της Ρεντίνας ήταν ίσως κάποιος που έφερε το όνομα Ρεντίνας. Πιθανόν να ήταν τσοπάνης και το καλοκαίρι ν’ ανέβαινε με το κοπάδι του στα ορεινά και βρήκε τον τόπο κατάλληλο και κάθισε οριστικά. Πιθανόν επίσης να ήρθε στα μαχαίρια με κάποιους στα ριζά του κάμπου και για να σώσει το τομάρι του, αναγκάσθηκε να φύγει και να έρθει εδώ πάνω σε μικρότερο μέρος, όπου και εγκαταστάθηκε. Τα αίτια και ο ακριβής χρόνος της ίδρυσης του χωριού στη σημερινή του θέση είναι αδιευκρίνιστα. Πως αποφάσισαν και ποιοι και πότε κτίστηκε το χωριό κανένας δεν κατέχει. Μα θα ’τανε στα πολύ παλιά χρόνια, τότες που πρωτοφάνηκε ο Τούρκος, ίσως και πρωτύτερα. Όπως δε γράφει ο Πουκεβίλ «…οι χωρικοί συνήθιζαν τον καιρό της Τουρκοκρατίας, να χτίζουν τα σπίτια τους πάνω σε ψηλώματα, κοντά σε πηγές και πρώτ’ απ’ όλα μακριά από τους πολυσύχναστους δρόμους, που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή για επίσκεψη που είναι πάντα δυσάρεστη». Με το όνομα αυτό (Ρεντίνα) υπάρχει ακόμα και ωραιότατη πολίχνη στο βόρειο Ελλαδικό χώρο. Στο ανατολικό άκρο της Λίμνης Βόλβης και στις παρυφές του Χολομώντα, βρίσκεται ένα στενό πέρασμα, ζωτικής σημασίας, για την επικοινωνία από παλαιότερα μέχρι και σήμερα. Ο όμορφος αυτός οικισμός της Ρεντίνας στην αριστερή πλευρά του Ρήχιου ποταμού, με τα υπέργηρα πλατάνια της, μέσα στις κουφάλες των οποίων φιλοξενούνται οι νυχτερίδες, που έρχονται από την Ρωσία και την Ουκρανία για την αναπαραγωγή τους, χαρακτηρίζεται λόγω της ιδιαίτερης ομορφιάς του, ως τα Μακεδονικά Τέμπη.
ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ-ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Στα πολύ παλιά χρόνια- η γενεαλογία μας 
Στο κέντρο της χώρας των Ελλήνων ο κύκλος του χρόνου και των εποχών, σχημάτισε ένα πολυγωνικό χώρο την Θεσσαλία. Στο πολύγωνο τούτο χώρεσαν λαοί, πολιτισμοί, η ακμή και η παρακμή. Χώρεσαν τα πάντα. Η Θεσσαλική γη, αυτή η ευλογημένη, καθώς ήταν από τις θεότητες της φύσης, φιλοξένησε θεούς, ημίθεους, γενάρχες, ήρωες και απλούς θνητούς, ενέπνευσε τους ωραιότερους μύθους και έγραψε τις δυνατότερες ιστορίες. Στην Θεσσαλία βρίσκονται ο Όλυμπος, ο τόπος που έγινε η Τιτανομαχία, η οποία κατέληξε στην επικράτηση του Δωδεκαθέου, ήταν δε οι κορυφές του κατοικία του Δία και των αρχαίων θεών, που διαφέντευαν τις μοίρες των αρχαίων Ελλήνων και η Πίνδος που στην αρχαιότητα θεωρείτο ιερό όρος, αφιερωμένο στον Απόλλωνα και σύμφωνα με την ιστορία, είναι η πρώτη κοιτίδα του Ελληνισμού. Το όνομα Πίνδος το πήρε από τον ομώνυμο ήρωα, γιο του Μακεδόνα, που είχε τρία παιδιά. Τα δύο από αυτά φθονούσαν τον αδελφό τους Πίνδο και αυτός προκειμένου να σώσει την ζωή του έφυγε στο βουνό. Ο Πίνδος στις ατέλειωτες περιπλανήσεις ζούσε με το κυνήγι, συνάντησε δε και γνωρίστηκε με ένα ανθρωπόμορφο δράκο τον Λύγγο και ζούσαν παρέα. Τα αδέλφια του όμως ανακάλυψαν τον τόπο πού έμενε και κάποτε που έλειπε ο δράκος, έφθασαν και κατόρθωσαν να τον εξοντώσουν. Ο δράκος θρήνησε τον Πίνδο και τον έθαψε στο βουνό αυτό. Η Θεσσαλία σαν περιοχή παρουσιάζει σημαντικό ιστορικό ενδιαφέρον και αιώνια ομορφιά. Έχει να επιδείξει μια ολόκληρη σειρά από φυλές και πολιτισμούς, που δημιουργήθηκαν και έζησαν σ’ αυτή. Θεωρείται λίκνο ακόμη των Ελληνικών φυλών και κατοικία των πρώτων Ελλήνων, όπου οι μοναδικές φυσικές ομορφιές της και οι αρχαιότητες, προσδίδουν στην Θεσσαλική γη αίγλη, ανάλογη της λαμπρής της ιστορίας. Κορμός της Ελλάδας η Θεσσαλία, με τα εύφορα εδάφη, τα ποτάμια, τα δασωμένα βουνά και τις άφθονες πηγές, κατοικείται από τα πανάρχαια χρόνια. Κατά τους κλασικούς χρόνους η Θεσσαλία περιελάμβανε τέσσερες κύριες φυλετικές περιοχές (τετραρχίες), την Πελασγιώτιδα, την Θεσσαλιώτιδα, την Φθιώτιδα και την Εστιαιώτιδα. Στους πρώιμους δε ιστορικούς χρόνους οι κάτοικοι της Θεσσαλοί, ελληνικό φύλλο αρχικά εγκατεστημένο στην οροσειρά της Πίνδου. Πριν ακόμη από την εγκατάσταση αυτών προγενέστερα ελληνικά φύλλα Μινύες, Λαππιθείς, Μαγνήτες, Αχαιοί και Μαλλιείς κατοικούσαν την περιοχή. Πιο πριν ακόμη από την εγκατάσταση αυτών των ελληνικών φύλων, την περιοχή αυτή της Παλιάς Ελλάδας την κατοικούσαν άλλα προωτελληνικά φύλλα όπως, οι Δόλοπες, Αθαμάνες, οι Μυρμιδόνες και οι Φθίοι και κατά τον Θεσσαλικό μυθολογικό κύκλο, προ αυτών κατά τους προϊστορικούς χρόνους οι πανάρχαιοι Προέλληνες Πελασγοί, Λέλεγες και Κάρες. Η προέλευση του ονόματος Θεσσαλία συνδέεται με τον μυθικό ήρωα τον Θετταλό, γιο του Αίμονα. Κατά τους μυθικούς χρόνους άρχοντας της Θεσσαλίας μνημονεύεται ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερρών, αυτού του Άδμητου ήταν τα βόδια που έβοσκε ο Απόλλων, προς τιμωρία για τον φόνο των Κυκλώπων. Από τον κήπο της υπέροχης Μυθολογίας που θέλησαν να μας αφήσουν, οι φίλοι και αληθινοί πρόγονοί μας οι Έλληνες, ένα μεγάλο κομμάτι της μυθολογίας και της ιστορίας αναφέρει με την έξοχη αφηγηματική του στην περίφημη «Θεογονία» ο Ησίοδος, ότι πριν από χιλιετίες οι Πελασγοί, κοινό όνομα όλων των προϊστορικών και προκατακλυσμιαίων Ελληνικών φύλων, ήταν ο πανάρχαιος και πρωτοελληνικός λαός, που εγκαταστάθηκε και πρωτοκατοίκησε εδώ στην Θεσσαλία και απετέλεσε την Προελληνική ή Πελασγική Ελλάδα. Ο γενάρχης Πελασγός γιος του Δία και της Νιόβης και πατέρας του Λυκάνοα, που οι γιοι του θυσίασαν μυστικά τον αδελφό τους Νύκτιμο και τον κομμάτιασαν για να τον φτιάξουν σούπα, την οποία και προσέφεραν στον Δία, που είχε μεταμορφωθεί σε φτωχό ταξιδιώτη. Ο Δίας όμως δεν εξαπατήθηκε και η οργή του για τον ξεπεσμό των ανθρώπων ήταν τόσο μεγάλη, επιστρέφοντας στον Όλυμπο αποφάσισε να στείλει ένα μεγάλο κατακλυσμό. Ο Προμηθέας που έμαθε τι σχεδιάζει ο Δίας, ειδοποίησε τον γιο του Δευκαλίωνα, για το τι επρόκειτο να συμβεί και τον συμβούλεψε να φτιάξει μια κιβωτό. Έτσι μετά τον μεγάλο κατακλυσμό στην γη, που έπνιξε τους ανθρώπους, σώθηκε μόνο ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα. Ο Προμηθέας ήταν γιος του Τιτάνα Ιαπετού που ζευγάρωσε με την ωραία Κλυμένη κόρη του Ωκεανού, από το σμίξιμο τούτο γέννησαν τους Τιτάνες, τον ατρόμητο Άτλαντα, τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον επινοητικό Προμηθέα και τον μπερδεμένο (που μαθαίνει εκ των υστέρων) Επιμηθέα. Όταν δε ο Δίας κυριάρχησε, τον Άτλαντα τον έβαλε στην Δύση να βαστά στους ώμους του τον ουρανό, τον Προμηθέα τον κάρφωσε στην Ανατολή και τον Μενοίτιο τον πέταξε με μια αστραπή στα τάρταρα της αβύσσου. Ο Προμηθέας θεωρείτο μεγάλος ευεργέτης του ανθρωπίνου γένους, γιατί έκλεψε την φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Για την κλοπή αυτή τιμωρήθηκε από τον Δία που έδωσε εντολή στον Ήφαιστο και τον κάρφωσε με αλυσίδες σε ένα βράχο του Καυκάσου, όπου ένας αετός ερχόταν κάθε μέρα και του έτρωγε το συκώτι, το οποίο όμως αναγεννιόταν. Τελικά τον Προμηθέα απελευθέρωσε από το μαρτύριο του ο ημίθεος Ηρακλής. Ο Δευκαλίων έγινε βασιλιάς της Φθίας, μιας περιοχής στην Θεσσαλία και είχε γυναίκα του την Πύρρα κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, με την οποία απέκτησε τα παιδιά, τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, την Πρωτογένεια, την Μελανθώ, την Θυία και την Πανδώρα. Η Πανδώρα η μητέρα της Πύρρας κατά την Ελληνική μυθολογία, ήταν η πρώτη γυναίκα που έπλασαν οι θεοί και την προίκισαν με δώρα. Η Αφροδίτη της χάρισε ομορφιά, ο Ερμής γοητεία και οι άλλοι άλλα χαρίσματα, της έδωσαν δε για σύζυγο της τον Επιμηθέα, τον απλοϊκό αδελφό τού Προμηθέα, που είχε κλέψει τη φωτιά από το Όλυμπο για χάρη των ανθρώπων. Ο Προμηθέας προβλέποντας την εκδίκηση των Θεών, συνέστησε στον αδελφό του να μην δεχτεί τα δώρα τους. Την ημέρα του γάμου του Επιμηθέα και της Πανδώρας, ο Δίας χάρισε στο νέο ζευγάρι ένα πανέμορφο κουτί με σφραγισμένο άνοιγμα και με την εντολή να μην το ανοίξουν ποτέ. Η Πανδώρα, αν και ήταν προικισμένη με όλα τα χαρίσματα, πίστεψε ότι μέσα στο κουτί, υπήρχαν δυνάμεις εξ ίσου με την φωτιά και το άνοιξε για να τις γνωρίσει. Οι δυνάμεις που πίστευε ότι βρισκόταν κλεισμένες μέσα στο κουτί αποδείχτηκαν καταστροφικές, αφού αρρώστιες και συμφορές ξεπήδησαν από μέσα και σκορπίστηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους, έτσι η φιλοδοξία και η περιέργεια της Πανδώρας, οδήγησε στην τραγωδία του ανθρωπίνου γένους και μόνο η ελπίδα απόμεινε ως αντιστάθμισμα μέσα από το κουτί. Κατά τον μύθο μετά τον κατακλυσμό, ρουθούνι ζωντανό δεν απόμεινε από το ανθρώπινο γένος με κείνη τη νεροποντή. Να κάτσει η Πύρρα να ξαναγεννήσει μια ολόκληρη ανθρωπότητα, πολύ πήγαινε. Ρώτησαν λοιπόν ο Δευκαλίων και η Πύρρα τον Δία, πως θα γίνει να ξαναγιομίσει ο κόσμος από ανθρώπινα πλάσματα. Αυτός τους απάντησε μ’ έναν γρίφο: «Να ρίξετε, είπε, πίσω σας τα κόκαλα της μάνας σας». Οι αρχαίοι θεοί κάθε φορά που θέλανε να μιλήσουν με τους ανθρώπους, όλο με τέτοια παραμαντέματα τους παιδεύανε. Αυτοί, μάθανε πια τούτη την ιδιοτροπία των θεών και συνηθίσανε. Κοίταξαν χάμω τις πέτρες, συλλογίστηκαν πως η Γη είναι η μάνα των ανθρώπων και οι πέτρες τα κόκαλα τους. Γιόμισαν λοιπόν την ποδιά τους λιθάρια και τα ρίχνανε πίσω από την πλάτη τους. Θάμα! όσες πέτρες έριχνε ο Δευκαλίων γινόταν άντρες και εκείνες που έριχνε η Πύρρα γινόταν γυναίκες. Έτσι έγινε ένας νέος λαός, άσχετος με τους καθαυτό απογόνους του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Από τον Έλληνα γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, κατά την μυθολογία δημιουργήθηκε η Ελληνική φυλή, αυτός απέκτησε με την νύμφη Ορσηίδα τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο τους πρώτους γενάρχες των Ελλήνων. Ο Αίολος βασίλεψε στην Θεσσαλία και οι κάτοικοι της ονομάστηκαν Αιολείς, ο Δώρος βασίλεψε στις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού και οι κάτοικοι ονομάστηκαν Δωριείς και ο Ξούθος βασίλεψε στην Πελοπόννησο, έκανε δε δύο γιους τον Αχαιό και τον Ίωνα από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν το όνομα τους. Στα επόμενα ιστορικά χρόνια ο μύθος και η ιστορία γίνονται ένα και η μυθολογία αυτή, γίνεται πραγματικό ιστορικό παραμύθι που συνεχίζεται.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ένα συναρπαστικό ταξίδι στο χρόνο, στα μονοπάτια τής Ιστορίας και λίγα λόγια για την πολυτάραχη και μακραίωνη ιστορία, που κουβαλάει η Ρεντίνα και χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Στην παλιά εποχή-τα Αρχαία χρόνια 
 Έχουμε την τιμή ν’ ανήκουμε σ’ ένα λαό μεγάλο, που έζησε χιλιάδες χρόνια πριν κι άφησε σε κάθε πτυχή της Ρεντινιώτικης γης ίχνη από το πέρασμα του. Τέτοια λείψανα υπάρχουν είναι ελάχιστα βέβαια και ασαφή, ικανά όμως να τονίσουν ότι η ζωή εδώ έχει βαθιά τις ρίζες της. Είναι απόλυτα βέβαιο, ότι στην περιοχή της Ρεντίνας, υπήρχαν στον πανάρχαιο αυτό τόπο, διάφοροι διάσπαρτοι οικισμοί οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους. Αυτό μαρτυρούν τα διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα που σώζονται έως σήμερα, τα σημάδια, οι παραδόσεις, και τα τοπωνύμια. Μαρτυρίες δε των παλαιοτέρων καθώς σημάδια και διάφορα ευρήματα μαρτυρούν, ότι στο παρελθόν σε αρκετές περιοχές μέσα στα διοικητικά όρια της περιφέρειας του Δήμου Ρεντίνας, υπήρξαν κατά καιρούς οικισμοί με διάφορες ονομασίες, όπως Τσάτσα, Παλιχώρια, Κρυφό Χωριό και Αβλουβάς, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους ή συνενώθηκαν με την πολυάνθρωπη κωμόπολη μας. Στην Ρεντίνα διασώζονται ερείπια προχριστιανικής πόλης του 3ου αιώνα ή και παλαιότερα. Πιο συγκεκριμένα στην νοτιοανατολική πλευρά της και σε σχετικά μικρή απόσταση από το χωριό, στο βάθος της κοιλάδας δίπλα στην Πηγή Βρωμόβρυση διακρίνονται ερείπια πόλης, με τείχος χονδροειδώς κτισμένο από πολύγωνες πέτρες, όπως τα τείχη των Δολόπων. Στην δε τοποθεσία Κοστάμπασι και στο τέλος του ρέματος της Χαλίκως (Μπουζόρεμα), διακρίνονται πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη και λεηλατημένοι πια τάφοι και ανθρώπινα οστά, πιθανότατα ήταν αρχαίο νεκροταφείο. Ακόμη στο βάθος της κοιλάδας που βρίσκεται στα δυτικά της και στη θέση Παλιχώρια, υπάρχουν πάρα πολλά κεραμικά θραύσματα, ίχνη από αρχαία ερείπια νεκρόπολης προϊστορικής εποχής. Επίσης στο λόφο το λεγόμενο Παλιόκαστρο, που βρίσκεται έξω από το χωριό στο χαμηλότερο επίπεδό του, ανακαλύφθηκαν τάφοι με σιδερένιες αιχμές δοράτων, τεμάχια σπαθιών και πήλινα αγγεία. Σε άλλο επίπεδο βρέθηκε λαφυραγωγημένος τετράγωνος τάφος, από πέτρινες πλάκες και στην κορυφή του λόφου διασώζονται εμφανή ερείπια τείχους Πελασγικής εποχής, με πολυγωνικούς λίθους και θεμέλια Κάστρου. Στην περιοχή του Παλιόκαστρου έχουν βρεθεί ακόμη κατά καιρούς αρχαία νομίσματα, που αποτελούν σημαντικά ευρήματα και πρέπει να οδηγήσουν σε συστηματική έρευνα και ανασκαφή, για την ανάδειξη της τοπικής ιστορίας και των θησαυρών, που κρύβει μέσα της η γη της Ρεντίνας των Αγράφων. Το Παλιόκαστρο αποτελεί κορόνα του τόπου. Το χωριό πολλά έχει να ωφεληθεί, αν φτιάξει ένα τουριστικό δρόμο προς τον Παλιόκαστρο για να ’ναι εύκολα επισκέψιμος και κάμει γνωστή τη σημασία του. Πέραν αυτών, στην περιοχή κάτω στη ρεματιά και στη θέση που τη λένε Κάστρο-Παναγιά, στο φυσικό πλάτωμα του λόφου, εκεί που βρί-σκεται το μικρό ξωκλήσι, ταμένο στην Παναγία, υπάρχουν μια μικρή τειχισμένη Ακρόπολη, με τμήματα τείχους και απομεινάρια ενός Πύργου, καθώς και στον δρόμο από την Ρεντίνα προς την Παλιά Γιαννιτσού, μια παραλληλόγραμμη βαθιά κατασκευή, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν δεξαμενή νερού. Τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα των σωζόμενων ερειπίων μαρτυρούν ότι, πρόκειται για την Αγγεία, μεγάλη πόλη της χώρας της φυλής των Δολόπων, κατοίκων της περιοχής των Αγράφων κατά την αρχαιότητα, που χάθηκε μέσα στο χρόνο κατά τα πρώτα μετά Χριστόν χρόνια. Δεν είναι εξακριβωμένο που ακριβώς βρισκόταν η αρχαία Αγγεία, πιστεύεται όμως ότι το σημερινό χωριό είναι χτισμένο κοντά στην αρχαία πόλη. Οι πρώτοι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, και τα όποια τυχαία αρχαιολογικά ευρήματα και ελάχιστα ιστορικά γραπτά, που ανάγονται στον Όμηρο και τον Θουκυδίδη, δείχνουν ότι κατά την αρχαιότητα ζούσαν οι Δόλοπες, οι Αγραίοι, οι Απεραντοί και οι Ευρυτάνες φύλλα συγγενικά με τους Ακαρνάνες και τους Θεσσαλούς, που αργότερα η τύχη τους συνδέεται με τους Αιτωλούς. Οι Δόλοπες, λαός ανυπότακτος, στον πόλεμο σκληροί, στον κατα-τρεγμό ανυπότακτοι, σκαρφάλωσαν για πρώτη φορά σε τούτα τα βουνά το 1500 π.Χ. Έτσι άρχισε μια ιστορία καινούργια. Κατοίκησαν τα μέρη αυτά, στα οποία ζούσαν προηγουμένως προελληνικά φύλλα όπως οι Πελασγοί. Η χώρα ονομάστηκε Δολοπία παίρνοντας το όνομα του μυθικού βασιλέα Δόλοπα, που θεωρείται γιος του Ερμή. Η Δολοπία κατά τον Όμηρο ήταν χώρα του Πηλέα. Οι Δόλοπες είχαν υποταγεί στον βασιλιά των Μυρμιδόνων τον Πηλέα, που διαφέντευε το χώρο στα ανατολικά του Τυμφρηστού, στην κοιλάδα του Σπερχειού και την νότια Θεσσαλία. Μόνο μια κατάσταση υποταγής στον Πηλέα δικαιολογεί, τον διορισμό του παιδαγωγού του γιου του Αχιλλέα, τον Φοίνικα, ενός ανθρώπου της αυλής του, στο αξίωμα να διοικεί τον λαό των Δολόπων. Ο γέρος Φοίνικας πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, υπό τις διαταγές του νεαρού μαθητή του Αχιλλέα, οδηγώντας τους Δόλοπες με στόλο δέκα καραβιών, τον τέταρτο από τους πέντε λόχους των Μυρμιδόνων και των συμμάχων τους και με συνολική δύναμη πεντακοσίων πολεμιστών. Ο Φοίνικας που είχε διδάξει στον Αχιλλέα την ρητορική και την πολεμική τέχνη, συνέχισε στην Τροία την φροντίδα του αυτή και τον είχε πάντα κάτω από την επίβλεψή του. Ο Πίνδαρος αναφέρει για τον Φοίνικα, ότι οδηγούσε το γενναίο τμήμα των σφενδονητών, που ήταν επιδέξιο να βοηθάει τους αλογολάτες Δαναούς στον πόλεμο που έκαναν με τα βέλη. Η μεταγενέστερη ιστορία των Δολόπων συμπλέκεται με την ιστορία των Αιτωλών και των Ευρυτάνων. Συχνά όμως εμφανίζονται να δρουν μόνοι τους, να παίρνουν μέρος σε συμμαχίες με δική τους πρωτοβουλία, να συνομολογούν συμφωνίες και ακόμη να ενεργούν κατακτητικές εκστρατείες. Οι Δόλοπες ήταν δεινοί πολεμιστές και στο Μουσείο του Βόλου, εκτίθεται γραπτή επιτύμβια στήλη, που φέρει την παράσταση του νεκρού Αγγειάτη πολεμιστή Λυκολεόντα. Η ύπαρξη της Δολοπίας χρονολογείται τουλάχιστον από το 1552 π.Χ., όταν παίρνουν μέρος στο πρώτο αμφικτιονικό συνέδριο των Ελλήνων στους Δελφούς, ο Δόλοπας που εστάλη ως εκπρόσωπος ήταν Αγγειάτης. Οι Δόλοπες το 480 π.Χ. κατά τον Ηρόδοτο υποτάσσονται στον Ξέρξη, και όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης το 420 π.Χ. συμμαχούν με τους Αινιάνες και τους Θεσσαλούς κατά της Ηράκλειας, το 374 π.Χ. υποτάσσονται στον Ιάσωνα βασιλιά των Φερών, το 344 π.Χ. συντάσσονται με τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο και το 323 π.Χ. συμμαχούν με τους Αθηναίους κατά τον Λαμιακό πόλεμο. Επίσης αναφέρονται και κατά τους εμφυλίους πολέμους των Ρωμαίων, όπου προσλαμβάνονται στους πολέμους, για να απασχολούν με τον ελαφρό οπλισμό τους αντιπάλους κατά την διάρκεια της μάχης. Η ιστορική παρουσία τους χάνεται το 27 π.Χ. όταν αφαιρούνται από τους Ρωμαίους οι δύο ψήφοι τους και εξαφανίζονται χωρίς να γίνεται πλέον λόγος γι’ αυτούς κατά τα τελευταία προ Χριστού ή τα πρώτα μετά Χριστόν χρόνια, όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Τα δύο ανταγωνιστικά κέντρα, οι σπουδαίες πόλεις της Δολοπίας η Αγγεία και η Κτημένη, έριζαν ακόμη και περί ορίων και λατρείας της θεάς Ομφάλης. Πρόκειται για μια θεά μικρής τοπικής εμβέλειας, την οποίαν είχε υπό την προστασία της η θεά Δήμητρα και ήρθαν σε ρήξη τελικά για τα σύνορα των, πιθανότατα για το σημερινό οροπέδιο Ζαχαράκι. Η ύπαρξη αρχαίας πόλης και μάλιστα κοντά στην συγκεκριμένη θέση επιβεβαιώνεται από αρχαίες πηγές, στις οποίες αναφέρονται ως κυριότερες Δολοπικές πόλεις τα ονόματα Κτημένη, Αγγεία, Μενελαϊς και Ελλοπία. Μέσα στα διοικητικά όρια του χωριού μας υπήρχε και μια άλλη πόλη η Μενελαϊς. Η ακριβής θέση της Μενελαϊδας που αναφέρει ο Όμηρος δεν είναι γνωστή, πιστεύεται ότι βρισκόταν πλησίον της Ρεντίνας και κοντά στο Σμόκοβο, ήταν πόλη που κτίστηκε από τον Μενέλαο, σε μια προσπάθεια να ευχαριστήσει τους κατοίκους της περιοχής για την βοήθεια που προσέφεραν στον πόλεμο της Τροίας. Αργότερα η Μενελαϊς έδωσε το όνομα της σε ολόκληρη την επαρχία, ενώ η Ελλοπία, κατ’ άλλους τοποθετείτε στο Σμόκοβο και κατ’ άλλους στην περιοχή Παλαόκαστρο Καταφυγίου. Το 198 π.Χ. η Αγγεία, όπως και ολόκληρη η Δολοπία, υποτάχθηκε στους Αιτωλούς και πυρπολήθηκε. Οι Αιτωλοί ερχόμενοι από την Μακρακώμη, πέρασαν πάνω από την Γιαννιτσού και από την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται σήμερα το Μοναστήρι της Ρεντίνας, συνέχισαν στο Ροβολιάρι και έφθασαν στην Ρεντίνα και έπειτα στην Άνω Δρανίστα. Ο χώρος και η περιοχή της Ρεντίνας πιθανολογείται, ότι κατοικείται στα Ελληνιστικά χρόνια, αφού με την καταστροφή ερειπίων ενός μέρους του τείχους στο Παλιόκαστρο, βρέθηκε νόμισμα της Μακεδονικής εποχής, με ιππέα στην κορώνα του. Αλλά και κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, όταν οι Γαλάτες με αρχηγό τον Ορεστόριο, το 279 π.Χ. κατά τον Παυσανία, πέρασαν νότια του Δομοκού και σημειώνοντας στροφή δυτικά, πέρασαν από την περιοχή λεηλάτησαν το αρχαίο Κάλλιο σημερινό Κλαυσί. Το 146 π.Χ. ύστερα από σκληρούς αμυντικούς αγώνες, η χώρα των Δολόπων υπέκυψε στους Ρωμαίους και το 27 π.Χ. όταν η δύναμη των Ρωμαίων είχε πια επιβληθεί, οι ατίθασοι Δόλοπες έπαψαν να ακούγονται. Για να μην σας τα πολυλογώ. Όλα αυτά τα άφωνα σημάδια, διηγούνται μια μακρά και εύγλωττη ιστορία περιόδων ακμής και παρακμής του πανάρχαιου τόπου μας. Η Ρεντίνα αρχίζει να αναφέρεται με την σημερινή της ονομασία, κατά τα Βυζαντινά χρόνια και την πρώιμη Μεταβυζαντινή εποχή, καθώς και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. 
Στα Βυζαντινά χρόνια-την εποχή της ακμής
Η Ρεντίνα ιστορικά τοποθετημένη μέσα στο χώρο των Αγράφων, κλείνει ιστορία στους αιώνες πίσω της και μαζί με τα μισοσβησμένα χνάρια που άφησαν εδώ οι πρόγονοι μας, από την αρχική της ίδρυση μέχρι σήμερα. Αυτά τα χνάρια προσπαθήσαμε να ανασύρουμε στην επιφάνεια, μέσα από το αμυδρό φως των γραπτών ντοκουμέντων και της βιβλιογραφίας, σχετικά κυρίως με το χώρο των Αγράφων, αλλά και μέσα από την ενδιαφέρουσα, όσο και ασαφή άλλοτε κρύπτη της παράδοσης μας, προκειμένου να συναρμολογήσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την ιστορία του χώρου. Ακολουθώντας τα ίχνη της προφορικής παράδοσης σε συνδυασμό με κάποια ιστορικά στοιχεία, η ίδρυση του χωριού πρέπει να αναχθεί στους χρόνους τους Βυζαντινούς. Η έλλειψη στοιχείων και πηγών δεν μας επιτρέπει να «φωτίσουμε» ακριβώς το θέμα, εδώ η στοματική παράδοση του χωριού σμίγει με την ιστορία και να τι μας λέει. Στον Παλιόκαστρο αρκετοί από τους κατοίκους του χωριού διηγούνται, ότι παιδιά ακόμη τότε, καθώς πήγαιναν εκεί για παιχνίδι εύρισκαν γύρω πήλινους βόλους ή άλλα πολλά παλιά μικροαντικείμενα. Και ενώ όλα αυτά που γράψαμε πιο πάνω είχαν περιβληθεί τον μανδύα της βεβαιότητας. Ξαφνικά στην ρεματιά, κάτω ακριβώς από την θέση Κοστάμπασι βρέθηκαν και άλλα παλιά ευρήματα. Το συμπέρασμα που προκύπτει χωρίς αμφιβολία από την υπόθεση αυτή είναι τούτο, ότι κάποτε στο μέρος αυτό έζησαν άνθρωποι, κι έχει ιστορία παλιά ετούτος ο τόπος. Τα διάφορα αυτά αρχαιολογικά ευρήματα φανερώνουν, ότι το χωριό έχει παλιές ρίζες. Μετά τις αλλεπάλληλες καταστροφές που υπέστη, κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας από τις πυρπολήσεις του 1821, αφάνισαν κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να μας διαφωτίσει πληρέστερα. Καταστράφηκαν πύργοι, κάηκαν έγγραφα και οικογενειακά κειμήλια, κάθε αποδεικτικό στοιχείο για την ιστορία του χωριού, αφανίστηκε στην στάχτη της καταστροφής. Για να πιάσουμε την άκρη του νήματος και να πάρουμε κι από την ιστορία βοήθημα πιο σταθερό, σε ποιο χρόνο εμφανίστηκε η Ρεντίνα, γραπτά στοιχεία που να το πιστοποιούν δεν υπάρχουν, συνεπώς μπορούμε να υποθέσουμε σχετικά ότι χρονικά με πολύ πιθανότητα φθάνει γύρω στα 820 από Χριστού γεννήσεως. Ίσως λίγο πριν ή λίγο μετά. Ας το πω καλύτερα. Η Ρεντίνα από τον καιρό του Μιχαήλ Β΄ του Τραυλού ήταν κτισμένη εκεί, μες τις ράχες, σ’ ένα βουνοπλάτωμα. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία το πρώτο γραπτό ντοκουμέντο είναι ότι, η ονομασία Ρεντίνα εμφανίζεται για πρώτη φορά το 856 μ.Χ, επί Λέοντος του Σοφού σε επισκοπικό κατάλογο της Μητρόπολης Λαρίσης, όπου αναφέρεται η επισκοπή «Λιτής και Ρενδίνης», κατέχουσα την εικοστή τάξη των επισκοπών, που υπαγόταν σε αυτήν την Μητρόπολη. Στην Μεταβυζαντινή εποχή, το 1560 χειροτονήθηκε επίσκοπος Λιτής και Ρενδίνης, ο μετέπειτα ονομαστός μητροπολίτης Ναυπακτίας και Άρτας, έξαρχος πάσης Αιτωλίας, ο λογιότατος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, ως αναφέρεται σε γράμμα του Πατριάρχη Μητροφάνους το 1568. Η επισκοπή Λιτής και Ρενδίνης αργότερα συγχωνεύθηκε με την επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων και μεταγενέστερα υπάγεται στην πάλαι ποτέ διαλάμψασα επισκοπή Θαυμακού, στην δε Μονή της Ρεντίνας το 1657 έγινε η εκλογή του επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων Ιακώβου. Ως τελευταίος επίσκοπος της Λιτζάς και Αγράφων αναφέρεται ο Δοσίθεος Παναγιωτίδης, από τις Σοφάδες Καρδίτσας, που είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία και εξελέγη συμπαραστάτης για την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου. Στην σημερινή της θέση η Ρεντίνα κτίσθηκε και αναπτύχθηκε κατά τους λαμπρούς Βυζαντινούς και ιδίως τους Μεταβυζαντινούς χρόνους, αφού ήταν ήδη οργανωμένο χωριό, ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένο, άκμαζε και ήταν έδρα της ονομαστής επισκοπής Λιτής και Ρενδίνης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι η εποχή της ορμής και κατόπιν της μεγάλης ακμής, γίνονται έργα με πρόσωπο στραμμένο προς την αιωνιότητα. Κατάλοιπα της παλιάς ακμής της είναι τ’ αρχοντικά και οι εκκλησιές της καθώς και το Μοναστήρι της. Κατά επιτόπια παράδοση οι αδελφοί Μόσχος και Φράγγος Στραβοένογλου, σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής, διέθεσαν την περιουσία τους σε κοινωφελή έργα στην Ρεντίνα, μεταξύ των οποίων το σημαντικότερο, την εξ ολοκλήρου ανακαίνιση του Μοναστηριού το 1579, σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή στο μέσο περίπου του εξωτερικού τοίχου της Κόγχης του Ιερού. Έργο δικό τους θεωρείται επίσης και η ανοικοδόμηση των Λουτρών Σμοκόβου και τα μετόχια της Μονής των Ταξιαρχών, Παπαθεονά και Κατάχλωρου. Στην εποχή των Βυζαντινών χρόνων ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός αποτελεί, ότι στην περιοχή των Αγράφων, υπολείμματα της στρατιάς του Σαμουήλ, μετά την τρομερή ήτα της, από τον Νικηφόρο Ουρανό στρατηγό του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου στον Σπερχειό το 996 μ.Χ., προσπάθησαν να διαφύγουν ανάμεσα από τα Αγραφιώτικα βουνά, χωρίς όμως να τα καταφέρουν γιατί οι Βυζαντινοί και οι κάτοικοι της περιοχής με άγρια επίθεσή τους, κυριολεκτικά τους αποδεκάτισαν, μετά από σπουδαία μάχη στο βουνό, που από τότε φέρει το τοπωνύμιο Βουλγάρα κοντά στον Κλειτσό και την Ρεντίνα. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην εξόντωση των Βουλγάρων αλλοφύλων, αλλά μπόρεσε να διαφύγει ο Σαμουήλ, με τον γιο του Ρωμανό μέσα από τα μονοπάτια της Πίνδου στην ΄Ήπειρο. Αργότερα αρχίζει η νέα φάση του αγώνα του Βυζαντίου κατά των Βουλγάρων, ο αυτοκράτορας Βασίλειος εντείνει την επιθετική του δράση και σε αποφασιστική μάχη στο Κλειδί του Στρυμόνα το 1014 μ.Χ., ο σκλητράχηλος στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας αιφνιδιάζει το στρατό του Σαμουήλ καταλαμβάνει το στενό και ο Βασίλειος συλλαμβάνει 15000 αιχμαλώτους. Εκεί θα παιχτεί το φρικιαστικό δράμα, ηχούν σάλπιγγες εφόδου των επίλεκτων Βυζαντινών ταγμάτων, οι Βούλγαροι ξαφνιασμένοι βλέπουν τον εχθρό στα νώτα τους, συνειδητοποιούν ότι έχουν περικυκλωθεί, ο Σαμουήλ με λίγους πολεμιστές καλπάζοντας καταφέρνει να διαφύγει, όμως ο πανικός κυριεύει τους περικυκλωμένους Βουλγάρους που παραδίδονται μαζικά. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος που κατευθύνει την μάχη διατάσει να μην εκτελεσθούν οι αιχμαλωτισμένοι στρατιώτες, αλλά κάτι που θα τρομοκρατήσει για πάντα τους προαιώνιους εχθρούς του, κάτι που θα καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία για πάντα. Ο ήλιος έγερνε αργά στα μακρινά βουνά φωτίζοντας υποβλητικά το τοπίο της μάχης, στην αρχή ακούσθηκε μια μοναχική κραυγή, έπειτα μια δεύτερη που ξαφνικά πολλαπλασιάστηκε, καθώς χιλιάδες ουρλιαχτά και μια ουράνια θρηνωδία αντήχησαν στις απόκρημνες πλαγιές, ο Βουλγαροκτόνος τύφλωνε τους αιχμάλωτους. Η πρώτη ομάδα τυφλωμένων εκατό ανδρών με ένα μονόφθαλμο επί κεφαλής πιασμένοι χέρι-χέρι, σύρθηκαν σε μια πορεία χωρίς νόημα με απερίγραπτο πόνο, η φρίκη, οι κραυγές και οι κατάρες εναντίον των Βυζαντινών έσμιγαν σε ένα απερίγραπτο βογκητό. Πίσω ακολούθησε και δεύτερη εκατοντάδα τυφλωμένων, έπειτα τρίτη και τετάρτη, 15000 τυφλοί πολεμιστές σέρνονται σε ατέλειωτες φάλαγγες σε αναζήτηση του αρχηγού τους. Ο Βασίλειος σίγουρος πως η απάνθρωπη εκείνη πράξη θα λύγιζε τους Βουλγάρους για πάντα, παρά τις κραυγές, θρήνους και ικεσίες όταν πια ξημέρωσε η φριχτότερη τιμωρία είχε ολοκληρωθεί, έτσι του απεδόθη ο μακάβριος τίτλος του Βουλγαροκτόνου. Ψηλά πάνω στο κάστρο όπου είχε διαφύγει ο Σαμουήλ αγνάντευε τον ορίζοντα και άκουσε την ουράνια θρηνωδία, έπειτα αντίκρισε από μακριά την ατέλειωτη φάλαγγα να ζυγώνει, συνειδητοποιώντας αυτό που είχε συμβεί στάθηκε ακίνητος και παγωμένος, δεν άντεξε το φριχτό θέαμα σιγά σιγά άρχισε να λυγίζει, μέχρι που σωριάστηκε πάνω στις πέτρινες πλάκες σφαδάζοντας και ξεψύχησε από καρδιακή προσβολή.
ΟΤΑΝ Ο ΜΥΘΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Άγραφα το άπαρτο κάστρο της λευτεριάς και οι θρυλικοί του ήρωες
Έχοντας σκοπό την καταγραφή της ιστορίας του χωριού μας, δεν θα μπορούσα να παραβλέψω την ιστορία της ευρύτερης περιοχής των Αγράφων, στην οποία τοπογραφικά και φυσιογνωμικά ανήκει και η Ρεντίνα. Πράγματι η ιστορία της Ρεντίνας, αν αυτό το εξετάσουμε στον οικιστικό χώρο, αλλά και μαζί με αυτήν η ευρύτερη περιοχή, ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένη με την ιστορία των Αγράφων. Και τούτο για να γίνει περισσότερο κατανοητό με περισσότερη ευκολία, θεωρώ αναγκαίο πως θα πρέπει να γίνει μια περιληπτική αναφορά στην ιστορία των Αγράφων. Έτσι για να «φρεσκάρουμε» την μνήμη μας, θα ιστορίσω τα γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στο χωριό μας και στην ευρύτερη περιοχή. Η αναφορά αυτή ξεκινάει από τα παλιά μεγάλα χρόνια. Τότε που τα όρια του μύθου και της πραγματικότητας παραμένουν ακόμα θαμπά και συγκεχυμένα. Όταν οι κάτοικοι της περιοχής, δεν επέτρεψαν στους απεσταλμένους του Βυζαντίου να μπουν στις εκκλησίες τους και να κατεβάσουν τις εικόνες, τότε διαγράφτηκαν από τα κατάστιχα της αυτοκρατορίας, αλλά και από την είσπραξη φόρων, κυρίως λόγου του εδάφους και του ανυπότακτου χαρακτήρα των κατοίκων. Οι Τούρκοι στην συνέχεια πάτησαν το πόδι τους στα μέρη τούτα, δεν κατόρθωσαν όμως να υποτάξουν, την ατίθαση δύσβατη αγραφιώτικη γη και υποχρεώνονται να ανανεώσουν τα προϋπάρχοντα από τους Βυζαντινούς προνόμια αυτονομίας και αυτοδιοίκησης. Στους Αγραφιώτες επετράπη με την συνθήκη του Ταμασίου, από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, να καταρτίσουν τμήματα με Έλληνες οπλαρχηγούς «αρματολούς» για την τήρηση της τάξης. Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο αρματολίκι. Στην ορεινή λοιπόν δασώδη και δύσβατη περιοχή των Αγράφων, στην νότια προέκταση της οροσειράς της Πίνδου, που περιλαμβάνει το βορειοδυτικό τμήμα της Ευρυτανίας και μέρος της ορεινής Καρδίτσας, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον ιστορικό Ελληνικό χώρο, το φαινόμενο του αρματολισμού και της κλεφτουριάς. Το διαμορφωμένο αρματολίκι της Ρούμελης συγκροτούσε το μικρόκοσμο του ορεινού βίου με την οικονομία του, την οποία κινούσαν τα έσοδα, που προέρχονταν από την κτηνοτροφία και την όποια γεωργική παραγωγή, καθώς και τους λουφέδες (στρατιωτικούς μισθούς) που παρείχε ή Οθωμανική εξουσία, αλλά και από την διοίκηση του, όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από την ένοπλη ηγεμονική ιεραρχία της περιοχής. Αυτός ο ένοπλος κόσμος προικοδοτημένος με την πρόσθετη ισχύ της νομιμότητας, διοικούνταν από τον καπετάνιοαρματολό. Πολλά χρόνια πριν ακουσθεί το εγερτήριο σάλπισμα του μεγάλου Θεσσαλού Ρήγα, με τον περίφημο «Θούριο» του το 1796… Σουλιώτες και Μανιάτες λιοντάρια ξακουστά, ως πότε στις σπηλιές σας κοιμάστε σφαλιστά, Μαυροβονιού καπλάνια Ολύμπου σταυραετοί, κι Αγράφων τα ξεφτέρια γενείτε μια ψυχή…, οι κάτοικοι των Αγράφων πολέμησαν για να φυλάξουν αμόλυντη την ιδέα της ελεύθερης ζωής. Οι Αγραφιώτες, αν και κατατρεγμένοι πολύπλευρα και μειωμένοι αριθμητικά, είχαν το κουράγιο να πάρουν μέρος σε διάφορα προεπαναστατικά κινήματα, έστω και αν μόνο αμυδρές ελπίδες υπήρχαν μιας κάποιας λύτρωσης τους. Από τα αγροτόσπιτα των κατοίκων των Αγράφων, τα σκαρφαλωμένα στις άγονες βουνοπλαγιές, βγήκαν οι έξοχοι πολεμιστές και διαλεχτά παλικάρια, που έδωσαν και τη ζωή τους για την επιτυχία των Εθνικών αγώνων. Δίδυμα αδέλφια, που δρούσαν από διαφορετικές θέσεις, ήταν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Στα Άγραφα άνθισαν προεπαναστατικά κινήματα, που αποτέλεσαν το προοίμιο του μεγάλου ξεσηκωμού. Από εκεί ξεκίνησε η δράση του περίφημου Μικρού Χορμόπουλου αρματολού των Αγράφων, που ηγήθηκε σε επανάσταση κατά των Τούρκων το 1684 και στην συνέχεια, ο αρματολός Γιάννος Μπουκουβάλας με τριακόσιους άνδρες πολέμησε τον παππού του Αλή Πασά, Μούρτο Χούσιο (Μετσοϊσιού), που τον νίκησε στο Κεράσοβο της Ευρυτανίας. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι που ανέλαβε ο Αλή Πασάς Βεζίρης των Ιωαννίνων, τον οποίο σκληρά πολέμησαν οι Αγραφιώτες αγωνιστές, Κατσαντώνης, Δίπλας, Λεπενιώτης και τόσοι άλλοι. Ήρωες, που τρόμαζαν τον θάνατο και θέριζαν τους δυνάστες, θάμπωσαν δε με την αντρειοσύνη τους όλη την οικουμένη. Κατά τα γόνιμα εκείνα χρόνια που καταπιανόταν «τα προζύμια» της επανάστασης και ο μύθος συνάντησε την ιστορία, ο σπουδαιότερος κλεφταρματολός, ο αλύγιστος αγωνιστής, το λιοντάρι των Αγράφων ο Κατσαντώνης, ουδέποτε δέχτηκε να γίνει όργανο του κατακτητή. Ο θρυλικός Κατσαντώνης ακόμη και όταν ο Αλή Πασάς του έσπαζε τα κόκαλα, αρνήθηκε να δεχθεί να γένει αρχηγός Τούρκικου στρατού. Για τετρακόσια χρόνια τα Άγραφα αποτέλεσαν το απροσκύνητο καραούλι του Τουρκοπατημένου Ελληνισμού, έγιναν το καταφύγιο της Ελληνικής φυλής και φύλαξαν τον πληθυσμό ανόθευτο. Η περιοχή των Αγράφων έδωσε το παρόν σε όλη την διαδρομή του Ελληνισμού, αφού η κακοτράχαλη γη δημιούργησε ανθρώπους ατίθασους και ελεύθερους. Βαριά η ψυχή του Αγραφιώτη, όμως δεν λυγίζει καρτερεί το μήνυμα του μεγάλου ξεσηκωμού. Ο Αγραφιώτης έκανε το τίποτα ζωή! την ανέχεια καλοπέραση! την λεβεντιά καμάρι! παρέμεινε άρρηκτα δεμένος με το χθες, με το προ-χθες, με το πέρυσι… Ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϊ γράφει «εκείνοι που κατοικούσαν στα Άγραφα, είχαν χαρακτήρα ελεύθερων ανθρώπων και τους ξεχώριζε θάρρος και πνεύμα ανεξαρτησίας, σε τέτοιο βαθμό που δεν συναντιόταν στα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας». Τα χωριά της περιοχής δεν γνώρισαν καθόλου την Τουρκική κατοχή, γιατί με την Συνθήκη του Ταμασίου με την οποίαν ανανεώνονται τα προνόμια, που είχαν από τον 8ο αιώνα και ουσιαστικά απαγορεύτηκε η εγκατάσταση τουρκικών οικογενειών στην περιοχή. Για την κραταιά Οθωμανική αυτοκρατορία έχει αρχίσει η αντί-στροφη μέτρηση. Ο ξεσηκωμός βρίσκει τους Αγραφιώτες, έτοιμους και εμπειροπόλεμους για την μεγάλη σύγκρουση του Σταυρού με το Μισοφέγγαρο και όταν το έθνος κήρυξε τον αποφασιστικό αγώνα για την λευτεριά του, τα βουνά, τα λαγκάδια και τα διάσελα πλημμύρισαν από τον παλμό της νίκης και της αυτοθυσίας, με πρωταγωνιστή την ηρωικότερη φυσιογνωμία του απελευθερωτικού αγώνα, τον θρυλικό Κατσαντώνη, που οι Τούρκοι έτρεμαν μόνο με το άκουσμα του ονόματος του. Θρυλικοί επώνυμοι αγωνιστές αλλά και ανώνυμοι θυσιάζονται στον αγώνα του γένους. Και ο σταυραετός της λευτεριάς Γεώργιος Καραϊσκάκης, στα Άγραφα ανδρώθηκε και μυήθηκε στην τέχνη του πολέμου. Δραματικές μάχες δόθηκαν στην ευρύτερη περιοχή με κυριότερες όπως της Ρεντίνας, της Κορομηλιάς, του Κεφαλόβρυσου, της Καλιακούδας, των Μαραθιανών και τόσες άλλες. Στην περιοχή των Αγράφων γεννήθηκαν και αγωνίσθηκαν οι Κατσαντωναίοι, τα ξαδέλφια τους Τσόγκας, Δημοτσέλιος και Καραγιαννάκης, ο Δίπλας, ο Σταθάς Γεροδήμος, ο Μπουκουβάλας, ο Καραϊσκάκης, και άλλοι. Σε τούτη την ηρωική ατμόσφαιρα που παραστατικά περιγράφει ο Γάλλος συγγραφέας Γιεμενίζ, γεννήθηκε, αντρώθηκε και μεγαλούργησε ο Κατσαντώνης. Η κλέφτικη παράδοση του τόπου βρήκε στο πρόσωπο του την πιο ολοκληρωμένη της έκφραση. Σαν παραμύθι αρχίζει τούτη η ιστορία. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, πατέρας του Κατσαντώνη ήρθε στα Άγραφα από το Βασταβέτσι (Πετροβούνι) της Ηπείρου, κυνηγημένος από τον Αλή Πασά. Πήρε το μικρό του κοπάδι και κατευθύνθηκε να κρυφτεί στην περιοχή των Αγράφων, όπου κυριαρχούσε η κλεφτουριά με πρώτο και καλλίτερο, τον ξακουστό μεγαλοκλέφτη Βασίλη Δίπλα. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο σημερινό Μύρεσι των Αγράφων, όπου οι κάτοικοι τον καλοδέχτηκαν, τον βοήθησαν να στεριώσει και μάλιστα τον πάντρεψαν με την Αρετή, μια συγχωριανή τους κόρη του κλεφτοκαπετάνιου στα Άγραφα Βασίλη Δίπλα. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα αγόρια τον Κατσαντώνη, τον Κώστα Λεπενιώτη, τον Γιώργο Χασιώτη και τον Χρήστο ή Κούτσικο, που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα, καθώς και την κόρη τους Κατερίνα, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων. Ο Αντώνης Μακρυγιάννης, ο μετέπειτα Κατσαντώνης, γεννήθηκε το 1775 στον Μάραθο των Αγράφων και ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας του αρχοντόβλαχου Γιάννη Μακρυγιάννη. Ο Κατσαντώνης στην δεκαετία 1801-1809, με επανειλημμένες μάχες κατά των ορδών του Αλή Πασά,, προξένησε χάρη στην ανδρεία του τεράστιες απώλειες, συνεχίζοντας το έργο του νονού του ατρόμητου κλεφτοκαπετάνιου Δίπλα. Το παρουσιαστικό του Κατσαντώνη ήταν, μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, ευκίνητος, με μαύρο μουστάκι και αστραπόβολους οφθαλμούς, ατρόμητος σωστό παλικάρι, φόβος και τρόμος των Τούρκων που πολεμώντας φώναζε θερίοψυχα στους συντρόφους του «στην κάρα να βαρείτε». Ο κορυφαίος της κλεφτουριάς, ο πρόδρομος της λευτεριάς του γένους, από τα πρώτα χρόνια φάνηκε, πως η ζωή αυτού του παιδιού θα ήταν πολεμική και πολυτάραχη, αφού όσο μεγάλωνε έλεγε « θα φύγω μάνα, θέλω να πάω στα βουνά, θέλω να γίνω κλέφτης». Ήταν παντρεμένος με την μαυρομάτα, καλλίκομη και γαϊτανοφρύδη Αγγελική, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο. Είχε συλληφθεί μετά από κατάδοση του κτηνοτρόφου Γιάννη Καραγκούνη και δάρθηκε από έναν μπουλούκμπαση στα εικοσιπέντε χρόνια του, με την κατηγορία ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος με πολλά λύτρα, μόλις δε απελευθερώθηκε σκότωσε τον μπουλούκμπαση και έτσι φυγοδικώντας στράφηκε στην κλέφτικη ζωή. Ο Κατσαντώνης έτρεφε μεγάλο μίσος, που ξεχείλιζε σαν λάβα από την καρδιά του για εκδίκηση, εναντίον των Τουρκαλβανών, επειδή ο Αλή Πασάς είχε διατάξει να συλλάβουν τους γονείς του και να τους μεταφέρουν στα Γιάννενα, όπου τελικά τους βασάνισε και τους σκότωσε. Σαν έμαθε τον χαμό τους ο πολυδοξασμένος κλέφτης, τους μοιρολόγησε με συντριβή που τα βουνά την αντιλάλησαν. Και μέσα στο πικρό το μοιρολόγι άστραψε πιότερο δυνατή η εκδίκηση. Επίσης οι Αρβανίτες είχαν αιχμαλωτίσει τα δύο αδέλφια του τον Γιώργο και την Κατερίνα. Τον Γιώργο τον πούλησαν σε κάποιο Αγά στα Χάσια απ’ όπου αργότερα δραπέτευσε και έγινε κλέφτης με το όνομα Χασιώτης, την δε αστραπομάτα Κατερίνα την πούλησαν και εκείνη σε ένα Αγά Τσούκα στην Άρτα. Σαν μεγάλωσε έμαθε από που καταγόταν και κατάφερε να δραπετεύσει ντυμένη με ανδρικά ρούχα, ανέβηκε στα Άγραφα και η τύχη της την έφερε, χωρίς εκείνη να το ξέρει, στην κλέφτικη ομάδα των Κατσαντωναίων. Ο Κατσαντώνης έπρεπε ακόμη να αποδείξει ότι ήταν άξιος διάδοχος του Δίπλα, αφού ο θρυλικός και πολύπειρος αρχικαπετάνιος του παρεχώρησε την αρχηγία, αναγνωρίζοντας την παλικαριά του και την ανδρειωσύνη του. Ο ξακουστός και ρωμαλέος πρωτοκαπετάνιος Βασίλης Δίπλας, που βγήκε στο κλαρί σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, πολεμώντας και πελεκώντας τους Τουρκαρβανίτες, παρά τα χρόνια του ακολουθούσε το Κατσαντωνέϊκο ασκέρι, σκοτώθηκε το 1802 σε θρυλική μάχη που έγινε στην τοποθεσία Γρεβενοδιάσελο της Βουλγάρας, από τον Άγο Βασιάρη Μουχουντάρη, ένας από τους ικανότερους στρατηγούς του Αλή Πασά. Ο Άγο Μουχουντάρης αιφνιδίασε τους κλέφτες την ώρα, που αυτοί διασκέδαζαν ρίχνοντας στο σημάδι. Οι Τουρκαλβανοί έπεσαν επάνω τους, τους περικύκλωσαν και η πεισματώδης μάχη διήρκησε πολλές ώρες, όλα τα παλικάρια πολέμησαν στην μάχη αυτή με απαράμιλλο ηρωισμό και βγήκαν νικητές, προκαλώντας μεγάλη φθορά στο ασκέρι των Τουρκαλβανών και ο Μουχουντάρης ηττημένος τράβηξε το ίδιο βράδυ για το Καρπενήσι, όμως σκοτώθηκε ο αλησμόνητος κλεφτοκαπετάνιος Βασίλης Δίπλας. Πολεμώντας την Τουρκιά και για την λευτεριά χάθηκε ο Δίπλας, που από παιδί μπήκε στην κλέφτικη ζωή για να σκοτωθεί ώριμος άντρας, λέγοντας «όσο είναι ο Δίπλας ζωντανός, τους Τούρκους δεν φοβάται, σφάζει τους Τούρκους σαν τραγιά κι αγάδες σαν κριάρια». Η πρώτη σπουδαία νίκη του Κατσαντώνη, εναντίον των Τουρκαλβανών, έγινε στα μέρη της Τριφύλλας του Κλειτσού, το 1803, όταν συνεπλάκη με τον δερβέναγα Ιλίαμπεη και τους τριακόσιους Αλβανούς, τους οποίους έτρεψε σε φυγή και σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Ιλίαμπεη. Γύρω στα 1804 ο Αλή Πασάς προσπάθησε να περιορίσει την δράση των κλεφτών και να τους υποχρεώσει να «προσκυνήσουν», έστειλε τότε τον λαλά (αγαπημένο του) αρχιδερβέναγα Γιουσούφ Αράπη με στρατό, για να εκφοβίσει τα χωριά, να σταματήσει την τροφοδοσία των κλεφτών και να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Είπε γεμάτος παράπονο στον Γιουσούφ «όλοι με χαντάκωσαν, ωρέ λαλά μου! Πίκρα και φαρμάκι πίνω, τόσα παλικάρια ξαπόλυσα, από κοντά για να ξεκάμουν εκείνο τον δαίμονα, τον Κατσαντώνη και κανένας δεν στάθηκε άξιος. Ντροπιάζει τα γένια μου, ένας παλιο-κλέφτης. Θα σκάσω ωρέ Γιουσούφ». Ξεκίνησε λοιπόν τότε ο Γιουσούφ Αράπης και άρχισε την τρομοκρατία από την περιοχή του Βάλτου και του Ξηρόμερου. Τόλμησαν να αντισταθούν μόνο οι Κοντογιανναίοι και ο Ζαχαράκης, οι οποίοι όμως νικήθηκαν από τον Γιουσούφ στο γεφύρι της Τατάρνας και σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος Κοντογιάννης. Ο Ζαχαράκης, περιβόητο πρωτοπαλίκαρο των Κοντογιανναίων, αντιστάθηκε αργότερα επιτυχώς κατά του Γιουσούφ Αράπη, ράχη την ράχη περπατά, λημέρι το λημέρι λέγοντας, «ελάτε παλικάρια μου, όσο χιονίζουν τα βουνά Τούρκους μη προσκυνάμε, πάμε να λημεριάσουμε, όπου φωλιάζουν λύκοι». Ήταν συγκινητική η υποδοχή που του έκαναν, απ’ όπου περνούσε, στον ίδιο και τ’ ασκέρι του, σε κάθε χωριό έστηναν γλέντι και χορό, κι ύστερα τ’ ασκέρι του μεγάλωνε, καινούργιοι μπαίναμε στο χορό της λευτεριάς. Ο Γιουσούφ Αράπης άρχισε όμως την τρομοκρατία του από την περιοχή του Βάλτου και του Ξηρόμερου, καθώς δε ο Κουτζουμουσταφάμπεης οδηγούσε μερικούς αιχμαλωτισθέντες προκρίτους του Ξηρόμερου στον Γιουσούφ, ο Κατσαντώνης με μερικά παλικάρια του επιτέθηκε εναντίον του στην Κεχρινιά κοντά στην Κατούνα. Άναψε πόλεμος τραχύς, το τουφεκίδι βαστάει όσο το φως του ήλιου χλόμιασε τις αναλαμπές του μπαρουτιού και ύστερα από μια φονική μάχη, κατόρθωσε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, να σκοτώσει τον Κουτζουμουσταφάμπεη και να τρέψει σε φυγή τους στρατιώτες του. Ένα άλλο λαμπρό κατόρθωμα του θρυλικού κλέφτη, ήταν η νίκη του απέναντι στους στρατιώτες του Χασάν Μπελούσι το 1805 στην τοποθεσία, Του Πουλιού η Βρύση, κοντά στο Κεράσοβο πλησίον της Τατάρνας. Ο γιγαντόσωμος Χασάν Μπελούσι θέλοντας να αποδείξει την γενναιότητα του στον Αλή Πασά, αναμετρήθηκε με τον Κατσαντώνη και τελικά αφού σκοτώθηκαν γύρω στους τριάντα Τουρκαλβανοί, ο Χασάν Μπελούσι κατάφερε να ξεφύγει. Οι αλλεπάλληλες αυτές επιτυχίες του Κατσαντώνη σκόρπισαν τον τρόμο στα τουρκοαλβανικά ασκέρια, αναπτερώνοντας περισσότερο τις ελπίδες των σκλαβωμένων για το λυτρωμό τους. Θα πολεμήσει ακόμη με τους δερβεναγάδες Αλούς Μπεράτη και Μπεκύρ Τζουγαδούρο σε χωριστές μάχες με τον καθένα το 1806, στην δεύτερη μάλιστα πεισματώδη μάχη, που έγινε στην περιοχή του Βάλτου στην τοποθεσία Ληστή, όπου το μακελειό βάσταξε δυο-τρεις ώρες, θα πληγωθεί σοβαρά στον μηρό. Οι Τούρκοι μη μπορώντας να πιάσουν τον Κατσαντώνη προσπάθησαν να ξεσπάσουν στην γυναίκα του και το παιδί του, όμως αυτός τους είχε κρύψει στο χωριό Κόρθι της Ηπείρου. Όταν το έμαθε ο Αλή Πασάς στέλνει τον Βεληγκέκα να τους συλλάβει, αλλά ο Μάνθος Οικονόμου γραμματικός του Αλή, συμβουλεύει την κυρά Βασιλική να στείλει γράμμα να τους ειδοποιήσει, στην στάνη του γέρου Δήμου, που ήταν τσοπάνος στα γιδοπρόβατα του Αλή Πασά, το γράμμα δε μεταφέρει η νεαρή Τριανταφυλλιά ντυμένη ανδρικά. Κατρακύλησε ο καιρός σαν το λιθάρι στην κατηφόρα. Καθώς ο Αλή Πασάς είναι απογοητευμένος από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των δερβεναγάδων του, κάλεσε στο σαράϊ στις αρχές του 1807 και ανέθεσε στον καλύτερο του, τον πεντάψηλο γεροδεμένο και γρήγορο στα πόδια, τον λεβεντόγερο Βεληγκέκα, να πνίξει στο αίμα και στην φωτιά το Κατσαντωνέϊκο ασκέρι, κι ακόμα να φέρει ζωντανό τον Κατσαντώνη στα Γιάννενα, για το κεφάλι του στον τορβά. Κίνησε με τρόπο πανηγυρικό ο Βεληγκέκας από τα Γιάννενα με τραγούδια και ζουρνάδες, τράβηξε με πολυάριθμο ασκέρι για τ’ Αγραφιώτικα βουνά να βρει τον ξακουστό μεγάλο κλέφτη. Ο Κατσαντώνης λημέριαζε στην ράχη του Προσηλιάκου που ξεκαλοκαλοκαίριαζαν και οι βλάχοι. Ο αρχιτσέλιγκας Γαλανός, καταδότης του μεγαλοκοτζαμπάση της Ρεντίνας Τσολάκογλου, από τον φόβο του ήταν αναγκασμένος να τροφοδοτεί το Κατσαντωνέικο ασκέρι, έστειλε με ένα μπιστικό του γράμμα στον Βεληγκέκα πού του έγραφε «εδώ στου Προσηλιάκου βρίσκεται ο Κατσαντώνης, μας ζητάει ψωμί, αλλά δεν του δώσαμε, πεθαμένοι από την πείνα είναι οι κλέφτες». Όλα αυτά για να καταφέρει τον Βεληγκέκα να βρει τον Κατσαντώνη. Πήρε λοιπόν τ’ ασκέρι του ο Βεληγκέκας και τράβηξε το σύραχο, σύραχο ώσπου συνάντησε την μοίρα του, τον μεγάλο κλέφτη. Τότε το ξεφάντωμα της παλικαριάς, το πιο σημαντικότερο κατόρθωμα του Κατσαντώνη που πέρασε στον μύθο και τον θρύλο και τραγουδήθηκε σε πολλά δημοτικά τραγούδια, ήταν ο θάνατος του Βεληγκέκα, σε μεγάλη φοβερή μάχη που έγινε το 1806, στην τοποθεσία Προσηλιάκου στην θέση Φειδόσκαλα, ανάμεσα στα χωριά Μάραθο και Χρύσου. Θα ’ταν κοντόβραδο, ο ήλιος έγερνε σιγά προς το βασίλεμα, άναψε ο τόπος από τις φωτιές των καριοφιλιών, αχολόγησε το διάσελο από τον γιαταγανιών το χτύπημα, το βόγκο των λαβωμένων, την ολό-στερνη φωνή όσων ξεψήγαγαν, όταν μετά από πραγματικά δραματική και αμφίρροπη μάχη, που η νίκη έκλινε πότε προς την μία πλευρά και πότε προς την άλλη, βρήκε τον θάνατο από βόλι του Κατσαντώνη, ο Βεληγκέκας ο γνωστότερος δερβέναγας του Βεζίρη Αλή. Οι Τούρκοι μετά τον θάνατο του Βεληγκέκα τρέπονται σε φυγή αφήνοντας νεκρό τον αρχηγό τους, καθώς και αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων τον Γιαννάκη Ράγκο, γραμματικό του Βεληγκέκα, του οποίου έσπασε το σαγόνι ο Κατσαντώνης με την ανάποδη του σπαθιού του λέγοντας του «τι να σε κάνω βρε Ράγκο είσαι Έλληνας, δεν θα σε σκοτώσω, αλλά θα σε σημαδέψω για να σε γνωρίζουν όλοι». Οι Κατσαντωναίοι μετά την μάχη γιόρταζαν την νίκη τους τραγουδώντας, «έβγα μανούλα να με δεις, έβγα να μ’ αγναντεύσεις, το πως τρομάζω την τουρκιά και τους δερβεναγάδες». Λέγεται ότι οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες πήγαν και μάζεψαν τον αρχηγό τους και τον θάψανε στην άκρη του διάσελου Μαλτέϊκο Λημέρι, εκεί που είχε γίνει η μάχη. Ο Αλής φαρμακώθηκε, δεν μπόρεσε λένε, να κρατήσει τα δάκρια του σαν έφτασε το πικρό μαντάτο στα Γιάννενα και αργότερα ο Αλή Πασάς ανήγειρε εκεί μεγάλο μνημείο σε μνήμη του από άσπρη πελεκητή πέτρα. Η κορύφωση και η αναγνώριση του Κατσαντώνη ως πολέμαρχου, έγινε στην κλεφταρματολική σύναξη της Αγίας Μαύρας στην Λευκάδα τον Ιούνη του 1807. Μεγάλα ονόματα της κλεφτουριάς όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Τζαβέλας, ο Μπότσαρης καθώς και άλλοι, με πρόταση του Καποδίστρια, αναγνωρίζουν ομόθυμα τον Κατσαντώνη με επίσημη ανακήρυξη, ως αρχηγό όλων των κλεφτών και παντός ανδρείου ανδρειώτερον. Ο Καποδίστριας στην συνέχεια έκανε πρόποση υπέρ της Ανεξαρτησίας του έθνους και οι συμμετέχοντες στην σύναξη αυτή, αφού έσυραν τα ξίφη τους ορκίστηκαν να πεθάνουν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ο βασιλιάς των βουνοκορφών Κατσαντώνης, μετά την σύναξη παίρνει πάλι τους δρόμους, τόκοψε για τα αγαπημένα του ξέσκεπα παλάτια – τα βουνά. Μια νέα μάχη με τον Χασάν Μπελούσι έδωσε ακόμη ο Κατσαντώνης, στο χωριό Σπινάσα την σημερινή Νεράιδα το 1808, όπου τελικά ο Χασάν Μπελούσι αναγκάστηκε να υποχωρήσει και οι άντρες του ετράπησαν σε φυγή καταματωμένοι. Και ενώ συλλογιέται κι αναμετράει και λογαριάζει, να χτυπήσει με όλους τους καπετάνιους τον δυνάστη Αλή μέσα στα Γιάννενα, τα σχέδια του όμως ματαιώνονται από την ίδια τη μοίρα του. Το 1808 βαριαρρώστησε από ευλογιά και παρέδωσε την αρχηγία των ανδρών του, στον αδελφό του Κώστα Λεπενιώτη με δεξί χέρι τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και αποσύρθηκε το καλοκαίρι στο χωριό Μοναστηράκι των Αγράφων, μαζί με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε παλικάρια για την προστασία του. Ο Εθνικός Αγωνιστής Κατσαντώνης, συνελήφθη το 1809 στην σπηλιά του, στην πλαγιά του βουνού Φούρκα, έπειτα από σκληρή μάχη που έδωσε ο αδελφός του με τους υπόλοιπους συντρόφους. Ο Άγος Μουχουντάρης ξημερώματα πολύ πρωί, μόλις ξεμύτιζε ο ήλιος πίσω από τα βουνά, μέσ’ την τριανταφυλλένια ενάερη καταχνιά, περικύκλωσε την σπηλιά και κατόρθωσε να συλλάβει τους δύο αδελφούς ζωντανούς και τους οδήγησε στα Γιάννενα. Κι έτσι δεμένο καβάλα στ’ άλογο τον πήγαιναν στα Γιάννενα. Μερόνυχτα περπάτησαν χωρίς να τον κατεβάσουν μια στιγμή. Ο μεγάλος κλέφτης, ναι, με προδοσία ήτανε γραμμένο να χαθεί, μια τέτοια μοίρα ποιος νους να την χωρέσει. Σαν σπάσιμο καρδιάς αντήχησε η φωνή του και γίνηκε τραγούδι «Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα, λίγο να ξαποστάσω, να χαιρετίσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες…Γεια σας ωρέ βουνά». Οι τσοχαντάρηδες έφεραν τον άρρωστο Κατσαντώνη μπροστά στον Αλή. Ήταν πρωί και το μελιχρό φως της μέρας παιχνίδιζε πάνω στα πουπουλένια μαξιλάρια, τα ντουφέκια και τα γιαταγάνια τα κρεμασμένα στους τοίχους, στ’ ασημικά που στόλιζαν τις άκρες του σεραγιού, τον απλωμένο ασημοκαπνισμένο δίσκο με τα σερμπέτια που βρισκόταν μπροστά στον Αλή που καθόταν σταυροπόδι, ρουφώντας τον ναργιλέ του. Τότε ο Αλής είπε τάχα θυμωμένος «Μου ’φαγες τα καλύτερα παλικάρια μου, μα έδειξες έτσι και την αντρειοσύνη σου, που δεν γίνεται να μην την λογαριάσω. Θέλεις να σε πάρω στην δούλεψη μου, με το αζημίωτο βέβαια και δίνοντας υποταγή στο δοβλέτι, παίρνεις στα χέρια σου και το Αγραφιώτικο αρματολίκι. Κοίταξε του λόγου σου, να περάσεις καλά σε τούτη τη ζωή κι απέ άσε τους άλλους». Ο Κατσαντώνης οργισμένα και θυμόσοφα απάντησε «του λόγου μου δεν είμαι ξέχωρα από τους άλλους. Έτσι ξεκόψω και λόγου μου χάνομαι και τους άλλους μπορεί να πάρω στο λαιμό μου. Σαν το πρόβατο ξεκόψει από το κοπάδι, εύκολα το γυροφέρνει και το τρώει ο λύκος. Άδικα χάνεις καιρό και λόγια». Τότε ο Αλής οργισμένος του ’πε «θα το πλερώσεις με το τομάρι σου. Χαϊντε». Μετά από αυτά η τύχη του Κατσαντώνη και του αδελφού του είχε κριθεί, από την ώρα που έπεσαν στα χέρια του Αλή, ήταν καταδικασμένοι να χαθούν, να υποστούν τον μαρτυρικό θάνατο, κάτω από τον εκατοντάχρονο ιστορικό πλάτανο της πλατείας, γιατί δεν δέχτηκαν να υποταχθούν στα κελεύσματα του τυράννου Αλή Πασά. Εκεί σκληρά τον θανάτωσαν, τον προδομένο κλέφτη. Στάθηκε παλικάρι στα μαρτύρια τα φριχτά και όταν δε του έσπαζαν τα κόκαλα με το σφυρί και το αμόνι, κατά την παράδοση είπε «χτυπάτε, πελεκάτε με σκυλιά, τον Κατσαντώνη δεν τον φοβίζει Αλή Πασάς, φωτιά, σφυρί και αμόνι». Η ζωή και η δράση του όμως έχουν γίνει ένα όμορφο παραμύθι και ο καπετάν Κατσαντώνης ένα θρυλικό πρόσωπο, που ακόμη συγκινεί, συναρπάζει και δεν ξεχνιέται. Τον άπιστο και σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Μουχουντάρη, εκδικήθηκε για την σύλληψη του θρυλικού Κατσαντώνη, ο Σουλιώτης ήρωας Μάρκος Μπότσαρης, στην μεγάλη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου το 1823, κατά την οποίαν τον σκότωσε ο ίδιος. Το νερό κυλάει, στην επική ιστορία των αρματολών και κλεφτών εξέχουσα θέση κατέχει η φυσιογνωμία του Λεπενιώτη. Ο αρειμάνιος γιγαντόσωμος με πελώριο ανάστημα Κώστας Λεπενιώτης, δευτερότοκος γιος του Γιάννη Μακρυγιάννη, αδελφός του Κατσαντώνη, σε μάχη το 1809 στο βουνό της Παπαδιάς, ανάμεσα Δομιανών και Παυλόπουλου της Ευρυτανίας, με ογδόντα Έλληνες επιτέθηκε σε τριακόσιους Τούρκους, σκότωσε τον δερβέναγα Σουλεϊμάν Τότη και τους περισσότερους από την συνοδεία του. Τους πυροβολισμούς που αχολόγησαν στο βαθύ φαράγγι και τα γύρω βουνά, άκουσαν και οι άνδρες του δερβέναγα Ταϊργκέκα, που βρισκόταν κοντά και οι οποίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τον Σουλεϊμάν Τότη, πλησιάζοντας στην Παπαδιά τρόμαξαν τόσο, ώστε αντί να επιτεθούν αναχώρησαν, χωρίς να τολμήσουν να δώσουν κάποια μάχη. Εκτός από τη μάχη αυτή και τόσες άλλες πρωτύτερα, μαζί με τον Κατσαντώνη, ο ακούραστος κλεφτοκαπετάνιος Λεπενιώτης περιφερόταν στα βουνά και περιέτρεχε τον Αγραφιώτικο χώρο, έτσι ο Αλή Πασάς αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τον ατρόμητο, σκληρό και εκδι-κητικό Λεπενιώτη το 1809 ως καπετάνιο, αρματολάρχη των Αγράφων, όμως με σχέδιο και ύπουλο σκοπό την δολοφονία του. Ο Αλή Πασάς στην προσπάθεια του να πείσει τον Νίκο Θέου, να εκδικηθεί, του υπενθύμισε το κακό που βρήκε την οικογένειά του. Η ιστορία άρχισε όταν περιήλθαν στα χέρια του Λεπενιώτη επιστολές του Νίκου Θέου σε ένα Μπέη του Αλή για να προφυλαχθεί στην Βουλγάρα από τους κλέφτες. Ο Λεπενιώτης δεν έκρυψε την οργή του για την φιλοτουρκική διαγωγή που έδειξε η οικογένεια Θέου. Γι’ αυτό κυνήγησε τα ανίψια του Νίκου Θέου, τα δύο πρόκαναν και κλείσθηκαν στον πύργο τους στο Χρυσού, ο τρίτος ο Καραγιώργος Θεός, στην προσπάθειά του να διαφύγει τον συνέλαβε ο Λεπενιώτης, ο οποίος κατά το μυθολόγημα του είπε «δεν θα σε σκοτώσω, αλλά θα σε κάνω να με θυμάσαι σ’ όλη τη ζωή σου» και παίρνοντας το μαχαίρι του έκοψε τα αυτιά και του έσπασε τα χέρια. Έτσι, το ένα φέρνει το άλλο. Ο αντρειωμένος κλεφταρματολός Λεπενιώτης γιόρταζε το Πάσχα στο Μοναστήρι της Βράχας και προσκεκλημένος να επισκεφθεί τον κοτζαμπάση του Φουρνά Γιαννάκη Κωστάκη ή Κωστάρογλου στον πύργο του, που ήταν κάτω από την εκκλησιά και ενώ κατέβαινε την πέτρινη σκάλα της πλατείας κατευθυνόμενος προς τον πύργο, δολοφονήθηκε ύπουλα και άνανδρα το 1812 στον Φουρνά από ανθρώπους του τουρκόφιλου Νίκου Θέου τσοχαντάρη του Αλή Πασά. Λέγεται μάλιστα ότι ο Λεπενιώτης φορούσε φυλαχτό για να μην τον πιάνουν τα βόλια, πληγωμένος όμως όπως ήταν, το βγάλε και το πέταξε γιατί δεν τον προστάτευσε. Ο γενναίος δε πατριδολάτρης Κώστας Βελής, που γεννήθηκε το 1770, θήτευσε στην αυλή του Αλή Πασά ως γραμματέας και στην συνέχεια υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του περίφημου Βεληγκέκα, ο οποίος του ανέθεσε πολλές στρατιωτικές υποθέσεις, που τις εκτέλεσε με επιτυχία, γι’ αυτό και τον ονόμασαν Βελή, ενώ το πραγματικό του επώνυμο ήταν Στεργιόπουλος. Υστερότερα ο Αλή Πασάς τον έκαμε βοεβόδα της Μακεδονίας, ενώ ο γενικός αρχηγός των σουλτανικών στρατευμάτων Χουρσίτ Πασάς τον διόρισε βοεβόδα της Θεσσαλίας, ήταν όμως μυημένος το 1819 στην Φιλική Εταιρεία και κήρυξε την επανάσταση στις 10 Μαΐου του 1821 στην γενέτειρα του το Κεράσοβο, σημερινό Κερασοχώρι Ευρυτανίας και υπήρξε ένας από τους πιο ονομαστούς αρματολάρχες του τόπου. Ο Κώστας Βελής έδωσε τον Ιούλη του 1821 μεγάλη φοβερή μάχη της  Κονιαρόβρυσης κοντά στην Ρεντίνα, όπου πολεμώντας με ανυπέρβλητο ηρωισμό, περικυκλώθηκε από υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Μαχμούτ Δράμαλη, Πασά της Λάρισας, για να οδηγηθεί δέσμιος στην Πόλη, όπου θανατώθηκε κατόπιν πολλών σκληρών βασανιστηρίων, γιατί δεν θέλησε να προδώσει τα μυστικά του αγώνα και τους συμπολεμιστές του. Και τότε ο Μαχμούτ Δράμαλης έκαψε την Ρεντίνα και εγκατέστησε ισχυρή τουρκική φρουρά. Μετά την δολοφονία του ανυπότακτου και ασυμβίβαστου Λεπενιώτη, παρά τις αποτυχημένες προσπάθειες των Μπουκουβαλαίων, για την επανάκτηση του αρματολικιού των Αγράφων, ο Μήτσος Κοντογιάννης επόπτευε σε αυτά, που ανεπίσημα τα κατείχε ο Καραϊσκάκης, έχοντας μαζί του τα Μπουκουβαλόπουλα Κώστα και Χριστάκη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης περίφημος κλέφτης και πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, αρματολός των Αγράφων, στρατάρχης της Ρούμελης, αρχιστράτηγος της Ελλάδας και προπαντός γνήσιος λαϊκός αγωνιστής, θρυλείται γιος του φοβερού αρματολού του Βάλτου Καραϊσκου, γεννήθηκε το 1782 σε μια σπηλιά κοντά στο Μαυρομάτι Καρδίτσας, από καλόγρια του κοντινού μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου την Ζωή Ντιμισκή, η οποία παρέδωσε το παιδί στην γυναίκα κάποιου Σαρακατσάνου τσέλιγκα, που την λέγανε Παυλιάνα, για να το μεγαλώσει και σε ηλικία δέκα πέντε χρονών το Καραϊσκάκη ακολούθησε τους κλέφτες στα βουνά. Η μάνα του Ζωή Ντιμισκή γεννήθηκε στην Σκουλικαριά της Άρτας, ήταν αδελφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφη του καπετάν Γώγου Μπακόλα, παντρεύτηκε κάποιο ξετοπίτη τον Γιαννάκη Μαυροματιανό και πολύ νωρίς έμεινε χήρα, νέα και άτεκνη. Τον Καραϊσκάκη στρατολόγησε ο περίφημος Βάγιας, που τον πήρε μαζί του και τον παρουσίασε στον Αλή Πασά, ο οποίος τον κράτησε στην αυλή του, αναγνωρίζοντας τις εξαιρετικές στρατιωτικές του ικανότητες. Πολύ γρήγορα όμως έφυγε και ξαναγύρισε στα βουνά. Ο «γιος της καλόγριας» όπως πέρασε στην ιστορία, ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του, καθώς το μάτι του έκοβε και το μυαλό του έπαιρνε καλές στροφές. Ήτανε ένας άντρας λιανοκόκκαλος, μεσακιανός στο μπόι και μαυριδερός, διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και αντιπροσώπευσε τα Άγραφα σε σύσκεψη μυημένων στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, για την έναρξη του απελευθε-ρωτικού αγώνα που έγινε στην Λευκάδα το 1821. Η επανάσταση του 1821 μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν παρά ακόμη, η τελευταία μιας σειράς άλλων που αυτή τη φορά πέτυχε. Ο Καραϊσκάκης την άνοιξη του 1822 κατεβαίνει από τα ΄Άγραφα και καιει τα Κονιαροχώρια στον κάμπο της Θεσσαλίας. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες η δε γενναιότητα του έμεινε στην ιστορία λέγοντας «πασά μου έχω το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι, κάλιο να ζω με τα θεριά, παρά να ζω με Τούρκους». Πρώτη σημαντική επιτυχία του ήταν στον Άγιο Βλάση της Ευρυτανίας όπου νίκησε τις Τουρκικές δυνάμεις του Ισμαήλ Πασά το 1823. Νέα σημαντική επιτυχία του ήταν επίσης κοντά στον ποταμό Φίδαρι του Βάλτου και άλλη στην Βράχα και στην θέση Κούκια τον Μάη του 1825, όπου έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ του Καραϊσκάκη και Τούρκων. Ο Καραϊσκάκης μετά την πτώση του Μεσολογγίου το 1826 έγινε αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά επονομαζόμενου από την γενέτειρα του Κιουταχή, σερασκέρη (στρατάρχη) της Ρούμελης, που τον νίκησε στην Αράχοβα, στο Δίστομο, στην Δόμβραινα και αλλού. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η νίκη του στην Αράχοβα τον Νοέμβρη του 1826, απέναντι στο διαλεκτό σώμα των Τουρκαλβανών του περιβόητου Μουστάμπεη, ενός από τους ικανότερους στρατηγούς του Κιουταχή. Η ολοκληρωτική καταστροφή των Τουρκαλβανών του Μουστάμπεη στην Αράχοβα, είχε τεράστια απήχηση και μεγάλη σημασία για την επανάσταση που μέχρι εκείνη την στιγμή έδειχνε ότι σχεδόν είχε σβήσει. Έπειτα γύρισε στον Πλάτανο Ναυπακτίας, οι σύντροφοι του είχαν σκορπίσει και αυτός άρρωστος, από την ύπουλη ασθένεια που τον βασάνιζε, εκεί έστησε το αρχηγείο του. Μια μέρα όμως όπως συζη-τούσε στην πλατεία με προκρίτους του χωριού, ξαφνικά φάνηκαν Τούρκοι. Ο Καραϊσκάκης φαίνεται ότι ήταν αδύνατο να φύγει από την πλατεία, γι’ αυτό και ανέβηκε και κρύφτηκε πάνω στο ψηλό φουντωτό κυπαρίσσι που ήταν μπροστά στην εκκλησία τού Άγιου Νικόλα. Έτσι γλίτωσε ο μικρόσωμος αλλά λιονταρόψυχος Καραϊσκάκης, σε αυτό θα βοήθησε και η φουστανέλα που κατ’ όνομα ήταν λευκή, αφού από τις κακουχίες είχε πάρει το χρώμα του κυπαρισσιού. Το 1827 έγινε συμπλοκή στην περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου και ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος άσχημα, βγήκε από την σκηνή του να την σταματήσει, γιατί ήταν απρογραμμάτιστη, όμως μια σφαίρα τον χτύπησε θανάσιμα και πέθανε την μέρα της γιορτής του, ξεψυχώντας δε είπε με χωρατό «εγώ πεθαίνω, όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Ο θάνατος του Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης, του ξεχωριστού του Γένους καμάρι, επέφερε μια μέρα αργότερα την πανωλεθρία στο Φάληρο.
Το άδοξο τέλος ενός ληστοκαπετάνιου
Ο καπετάν Τσόγκας αρχικά βοσκός στο επάγγελμα, ήταν ψηλός και νευρώδης, μελαχρινός με χαρακτηριστικά αδρά, δυνατά και γρήγορα πόδια και μεγάλη σωματική και ψυχική αντοχή, είχε κονάκι στο Μάραθο και μαντρί στο Μπουζιάρικο ή Μελάνυδρο, σύμφωνα με μαρτυρίες της παράδοσης, ήταν ψυχοπαίδι (παραγιός) του Ντεληδήμου και ξάδελφος του Κατσαντώνη και πρωτοπαλίκαρο του. Έμελλε να γίνει ίσως η πιο ηρωική όσο και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της εποχής του. Ο περήφανος όσο και βίαιος όμως χαρακτήρας του, δεν άργησε να τον οδηγήσει σε ρήξη με έναν από τους προύχοντες του χωριού του, που ήταν συνηθισμένος να τον αντιμετωπίζουν οι συγχωριανοί του με σεβασμό αλλά και υποτέλεια. Να λοιπόν πως άρχισε η τρομερή ιστορία του. Κάποτε λοιπόν ο γέρο-Καφίρης είχε ανάγκη να στείλει επειγόντως ένα γράμμα στο Φουρνά, σε κάποιον έμπορο με το όνομα Δεληστέργιος, για λογαριασμό του οποίου συγκέντρωνε τα κουκούλια της περιοχής και ήθελε να ενημερωθεί για την τιμή με την οποία θα τα αγόραζε. Ζήτησε λοιπόν από τον Τσόγκα να πάει αυτός το γράμμα και να του φέρει απάντηση γρήγορα, συμφώνησαν μάλιστα και για την αμοιβή -δέκα γρόσια- που θα έπαιρνε, όταν με το καλό θα επέστρεφε. Θα ήταν βασίλεμα ηλίου όταν με την δροσιά ξεκίνησε ο Τσόγκας από το χωριό για τον προορισμό του. Το άλλο απόγευμα που ο ήλιος ήτανε στο γέρμα, ο γέρο-Καφίρης κατέβηκε όπως συνήθιζε στον καφενέ, με έκπληξη του τότε τον είδε στο καφενείο να πίνει με την παρέα του. «Γιατί βρε Τσόγκα δεν μου ’λεγες απ’ την αρχή πως δεν θα πήγαινες να ’στελνα κανέναν άλλο» ρώτησε θυμωμένος ο γέρος. Ο Τσόγκας αντί για απάντηση του έδωσε το γράμμα, που περίμενε σφραγισμένο και με όλα τα τυπικά. Ο γέρο-Καφίρης κι όλοι οι παρευρισκόμενοι έμειναν έκπληκτοι και απόρησαν πως κατόρθωσε να διανύσει μια τόσο μεγάλη απόσταση μέσα σε μια μέρα, αλλά όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής τα πράγματα άλλαξαν. Ο γέρο-Καφίρης, θεωρώντας εκ των υστέρων μεγάλο το ποσό, που έταξε στον Τσόγκα, απάντησε «αν έπαιρνες εσύ δέκα γρόσια σε μια μέρα θα γινόσουν πιο πλούσιος από μένα» και του έδωσε μόνο πέντε. Ο Τσόγκας θεώρησε προσβολή που ο γέρο-Καφίρης δεν τήρησε τη συμφωνία τους και μετά από έντονους διαξιφισμούς πέταξε τα λεφτά και έφυγε εξαγριωμένος. Δεν ξέχασε όμως ποτέ την αδικία αυτή, που αργότερα πλήρωσε ακριβά ο γέρο-Καφίρης, όταν ο Τσόγκας βγήκε στο βουνό. Από τότε ο πόλεμος του Τσόγκα με τον γέρο-Καφίρη ήταν ανοιχτός. Δύο φορές λήστεψε ο Τσόγκας τον γέρο- Καφίρη. Την τελευταία φορά μάλιστα απήγαγε την μορφονιά κόρη του και την οδήγησε στον μύλο του Αργυρίου στο ρέμα του Πλατανιά. Από εκεί έστειλε τον μυλωνά να ζητήσει ως λύτρα εκατό ασημένιους παράδες, τους οποίους έστειλε ο γέρο- Καφίρης κι έτσι ελευθερώθηκε η κόρη του. Εκείνη την περίοδο ο θρυλικός λήσταρχος Τσόγκας περιφερόταν στα γνώριμα και απάτητα λημέρια του, δρασκέλιζε τα όρη και πηδούσε τις κορφές στα βουνά της περιοχής και ζούσε με μικροληστείες, ήταν όμως δίκαιος, τίμιος στις ληστρικές του συναλλαγές, ευχάριστος στην συμπεριφορά του, κι έτσι για χρόνια απολάμβανε την μεγάλη αγάπη και εκτίμηση των χωρικών της περιοχής που λημέριαζε. Δεν ήταν σαν τους άλλους ληστές, είχε λεβεντιά ο περίφημος αρχιληστής Τσόγκας. Κυνηγούσε τους πλουσίους που εκμεταλλεύονταν τους αδύνατους και τους φτωχούς, την εξουσία όταν αδικούσε. Τα χρόνια που έζησε στον απάνω κόσμο τίποτε δεν φοβήθηκε, μπροστά σε τίποτε δε δείλιασε, ήταν ατρόμητο παλικάρι, μα η καρδιά του ήταν τρυφερή. Πάντρευε φτωχοκόριτσα, προστάτευε χήρες και μοίραζε τα κλεμμένα σε ανθρώπους, που είχαν ανάγκη. Παραΰστερα εντάχθηκε στον νταϊφά του ξάδελφου του Κατσαντώνη και μετέχοντας σε όλες τις μάχες γρήγορα έγινε πρωτοπαλίκαρο του και καπετάνιος. Πολύ αργότερα κάποτε έφθασε μέχρι την Ρεντίνα όπου είχαν έρθει και εγκαταστάθηκαν Κατσαντωναίοι συγγενείς του. Τότε το πιο μεγάλο του κατόρθωμα, που καθόρισε και την μετέπειτα ζωή του, ήταν όταν άνοιξε την Κούλια (πυργαποθήκη) του χωριού, εκεί που είναι σήμερα το Δημοτικό Σχολείο. Υπάρχει προφορική παράδοση ότι στην Κούλια συγκεντρωνόταν οι φόροι (σε είδος φυσικά -σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.λ.π.), ενώ χρησίμευε και σαν κατοικία για τον Αγάμπεη ή την Τουρκική φρουρά, που μάλλον ελάχιστες φορές επισκεπτόταν περιστασιακά το χωριό. Έτσι οι χωρικοί μπήκαν μέσα στην Κούλια και πήρε ο καθένας ότι έβρισκε, από γεννήματα που είχαν συγκεντρώσει οι Τούρκοι από φόρους. Αν και ο ίδιος δεν πρόλαβε να πάρει τίποτε, αντιμετώπισε την οργή των Τούρκων. Μη μπορώντας όμως αυτοί να πιάσουν τον ίδιο, ξέσπασαν αγανακτισμένοι για εκδίκηση στους κατοίκους. Είναι ή περίοδος που ο καπετάν Τσόγκας ήταν ο φόβος και τρόμος των Τούρκων. Αντί να τον ψάχνουν και να τον κυνηγούν όπως παλιά, όταν άκουγαν ότι φάνηκε, κρυβόταν κι όταν θα ήταν σίγουροι πως ξεμάκρυνε φανερωνόταν. Για να δείξουν μάλιστα την σβελτάδα του και τον φόβο, που προκαλούσε, έλεγαν ότι οι Τούρκοι ούτε που πρόφτασαν ποτέ να τον αντικρίσουν. Οι Τούρκοι, που ’μαθαν πως ένα βράδυ βρίσκεται στο διώροφο σπίτι ενός μαντριού, περικύκλωσαν το σπίτι και έβαλαν φωτιά. Ο καπνός τύλιξε το σπίτι και ο καπετάν Τσόγκας δεν είχε άλλη λύση, από το να παραδοθεί ή να δραπετεύσει. Κατάφερε να ξεφύγει και να σωθεί πηδώντας, από το πίσω παράθυρο του δευτέρου ορόφου, σε ένα δέντρο, που ’ταν δίπλα και καλυπτόμενος από τον καπνό, έφυγε ακολουθώντας ένα παρακείμενο ρέμα προς την απέναντι πλαγιά. Έπρεπε να γίνει όμως εκείνο που έκλωθε η μοίρα του. Είχε άδοξο τέλος το θρυλικό αυτό πρόσωπο, κάποτε του επιτέθηκε ένας λυσσασμένος λύκος. Ήταν όμως τέτοιο θεριό παλικάρι που κατάφερε να πνίξει τον λύκο με τα χέρια του, όμως ο λύκος τον είχε δαγκώσει και έτσι λίγο αργότερα πέθανε. Τι να πεις και τι να μολογήσεις, πράγματι συγκινητικό το πάθημα του καπετάνιου, ήταν η συνάντηση με την μοίρα του, ή οποία άλλωστε είχε προδιαγράψει, να γλιτώσει από την αρκούδα, για να τον φάει ο λύκος.
 Όταν ο Αλή Πασάς επισκέφτηκε την Ρεντίνα 
 Ο τύραννος των Ιωαννίνων Αλή Πασάς, επόπτης των δερβενίων της Ρούμελης, το 1817 έφθασε στα λουτρά Σμοκόβου για λουτροθεραπεία, από εκεί ανέβηκε για επίσκεψη στην Ρεντίνα και έκατσε τρεις μέρες. Άλλα είχε στον νου του ο πονηρός Αλής Πασάς, ήταν η εποχή που η πεντάμορφη κόρη του άρχοντα Τσολάκογλου μεγάλωσε, κι είχε γίνει της παντρειάς. Όταν ήρθε η είδηση ότι ο Αλή Πασάς ανεβαίνει στην Ρεντίνα και έχει φτάσει στην Πουρνόβρυση, αμέσως ο Τσολάκογλου υποψιάστηκε κ’ έκρυψε την κόρη του σε ένα μπουντρούμι, αφού της άλειψαν το πρόσωπο της με κατράμι και με στάχτες, να παριστάνει την άρρωστη. Τ’ απογευματάκι που έφτασε στο χωριό ο Αλή Πασάς. Πήγε στον πύργο του Τσολάκογλου, που ’ταν ένα πραγματικό παλάτι. Ντυμένος μεγαλοπρεπέστατα, όπως συνήθιζε πάντοτε και του άρεσε, ο γέρος Αλής με την εντυπωσιακή λευκή μακριά γενειάδα του, παχύς, κοιλα-ράς, με την Αρβανίτικη πονηριά ζωγραφισμένη στο ροδοκόκκινο πρόσωπό του και τα ασημένια πιστόλια, κατέβηκε από το μουλάρι, βοηθούμενος από τους σωματοφύλακες του. Όπως πάντοτε όταν ξεσηκωνόταν για περιοδεία, έπαιρνε μαζί του ολόκληρη συνοδεία, από γιατρούς, σωματοφύλακες, γραμματικούς και πολλούς αξιωματούχους της αυλής του. Μαζί του κουβαλούσε όλη την Ανατολίτικη χλιδή, μαξιλάρια ανάλαφρα, με χρυσοκέντητες άκρες και κρόσσια χρωματιστά, ναργιλέδες, γούνες, σκηνές και παλλακίδες που η κάθε μια είχε για δουλεία της να περιποιείται τον Αλή. Θαύμασε τα πλούτη και είπε «μπίρομ’ Τσολάκ’, το δικό σου κονάκι είναι καλύτερο από το δικό μου!!».«Αφέντη μου, δικό σου είναι κι αυτό» απάντησε ο κοτζαμπάσης Τσολάκογλου. Στην συνέχεια ο Αλή Πασάς ρώτησε «δεν έχεις χαρέμ’; παιδιά δεν έχεις;». «Έχω εδώ την γυναίκα μου, τον γιο μου και την κόρη μου ο άλλος μου γιος σπουδάζει στην Πόλη» είπε ο Τσολάκογλου. «Πούνε τ’ όμορφο κορίτσι σ’;» ξαναρώτησε ο Αλής, «λογαριάζω να την πάρω στο χαρέμι μ’». «Να συγγενέψουμε κιόλας μπρε αφέντη μ’». «Είναι άρρωστη από βαρεία αρρώστια πασά μου», απάντησε ο κοτζαμπάσης. «Θέλω να την δω μπίρομ’». «Πολυχρονεμένε αφέντη μου κολλάει η αρρώστια της». «Ας κολλήσω, αν αυτό είναι το κισμέτ’». Τότε ο Τσολάκογλου οδήγησε τον Αλή στο μπουντρούμι. Είδε το κορίτσι ο πονηρός και πανέξυπνος γέρος Αλής και κατάλαβε. Οργίστηκε όμως μα δεν είπε τίποτα. Ο Τσολάκογλου που είχε αρραβωνιάσει την κόρη του με παιδί των Κοντογιανναίων από την Σπερχειάδα Φθιώτιδας, τους μήνυσε λοιπόν, το ίδιο βράδυ, αμέσως να ’ρθουν κρυφά να την πάρουν. Ήρθαν από το δρόμο του Μοναστηριού, αφού έδεσαν με πανιά τα πόδια των αλόγων για να μην ακούγονται, πήραν την κόρη και έφυγαν, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς. Στην είδηση δε ότι θα ερχόταν ο τύραννος των Ιωαννίνων οι προύχοντες και οι κάτοικοι της περιοχής, άρχισαν να συζητούν πως θα αντιμετωπίσουν τον φοβερό Αλή Πασά. Άρχισαν να ετοιμάζουν τα μπαξίσια, τα δώρα τους και τα έξοδα της φρουράς του. Τον ιδιόρρυθμο Αλή Πασά, που τα καπρίτσια του και οι ιδιοτροπίες του δεν είχαν όριο, τον φιλοξένησε στον πύργο του ο κοτζαμπάσης Τσολάκογλου, όπου την άλλη μέρα καθισμένος πάνω στην λιονταρίσια προβιά σε ένα απαλό σοφά στον μεγάλο λαμπροστολισμένο οντά, με την βαριά γούνα, που πάρ’ όλη την ζέστη συνήθιζε πάντοτε να φοράει, πλημμυρισμένος από ωραία κεντημένα μεταξωτά μαξιλάρια, με το θρυλικό από τριάντα ένα μεγάλα μαργαριταρένια και δύο σμαράγδια κομπολόγι στο χέρι και ανεβοκατεβάζοντας το κορμί του καθώς σιγορούφαγε τον ναργιλέ του και σιγόπινε τον συνηθισμένο καϊμακλίδικο καφέ του, δέχτηκε τους προκρίτους. Το απομεσήμερο ο ήλιος ώρες μόνο ήθελε να βασιλέψει, καβάλα στην περήφανη αράπικη λευκή φοράδα του, με συνοδεία των σωματοφυλάκων του, των γραμματικών του και τον άρχοντα Τσολάκογλου βγήκε στον κεντρικό δρόμο να γνωρίσει την κωμόπολη, στο πέρασμα του όλοι έσκυβαν τα κεφάλια και τον προσκυνούσαν, σε όλους δε έκανε εντύπωση το τραχύ ύφος του όταν τους χαιρετούσε με μια χειρονομία του χεριού του. Προχωρώντας έφτασε ως την βρύση την «Μεγάλη» και εκεί σταμάτησε, στα μάτια του παίζει η πονηράδα, έριξε μια ερευνητική ματιά, κοίταξε τον Τσολάκογλου και του είπε γελαστά, «έχετε όμορφο και υγιεινό χωριό και όπως γνωρίζω είστε άνθρωποι καλοί και νομοταγείς, ορέ Γκούλια». Την επόμενη μέρα το πρωί ο Αλή Πασάς ξύπνησε νωρίς, κατά την συνήθεια του, και διέταξε να του ετοιμάσουν να ανεβεί στην γνωστή τοποθεσία «Λαύριο» στο Καρφί. Ο Αλής με την κουστωδία του ξεκίνησε για το Λαύριο, κατέβηκε αργοκίνητος την σκάλα και ετοιμάσθηκε να καβαλικέψει το σελαχο-χαληνομένο και περήφανο άλογο του τον Ντορή, που φρυμάτιζε στην αυλή χτυπώντας το λιθόστρωτο με τις όπλες του. Ολόγυρα του πολλοί Αρβανίτες ντυμένοι στα άρματα και τα τσαπράζια, χοντρός όπως ήταν και με πόδια κοντά, τον βοήθησαν να ανεβεί στο άλογο και με την συνοδεία Αρβανιτών σωματοφυλάκων άρχισε να ανεβαίνει στην βουνοπλαγιά, ενώ από ψηλά ακουγόταν πυκνοί πυροβολισμοί της φρουράς του. Όταν έφθασε στο Λαύριο η φρουρά του έστησε τον καταυλισμό, σε ένα παχύ ίσκιο κοντά στο κεφαλόβρυσο, ήταν ένα μεγάλο μέρος ανοιχτό, με καλή θέα ίσιο και λάγνα φύση, που προσφερόταν για αναψυχή.
 Στην εποχή της Τουρκοκρατίας-τα δοξασμένα χρόνια
 Στα ύστερα Βυζαντινά χρόνια, την εποχή της προεπαναστατικής περιόδου κατά της Τουρκοκρατίας, η Ρεντίνα έγραψε ιστορία. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων, όπου τα ολόγυρα μακρινά βουνά της και τα φαράγγια αποτέλεσαν το απόρθητο κάστρο της κλεφτουριάς και τα άγονα και βραχώδη μέρη, ορμητήριο και τόπο κρησφύγετο αρματολών και κλεφτών, που με το γιαταγάνι και το καριοφίλι τους, παρείχαν ασφάλεια στους Έλληνες, που ζούσαν ελεύθεροι. Τα προνόμια παραχώρησης από τους Τούρκους στα Άγραφα με την συνθήκη του Ταμασίου το 1525, επέτρεψαν την κάποια αυτονομία και την ανάπτυξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η Ρεντίνα άκμασε έγινε το κυριότερο κεφαλοχώρι της περιοχής, οικονομικό, πνευματικό κέντρο και πρωτεύουσα του Δήμου Μενελαϊδος και τόπος συνάντησης της Δημογεροντίας των Άγράφων. Φημισμένοι προεστοί διοικούν την Ρεντίνα και τα γύρω χωριά. Τις τύχες στην τοπική αυτοδιοίκηση ανέλαβαν δραστήριοι πρόκριτοι, φημισμένοι προεστοί και αρματολοί, που σημάδεψαν την πορεία της, όπως ο Λάμπρος Μαυροειδής, ο Κώστας Λάμπογλου, ο Κωσταντίδης, ο Κώστας Ζαχαράκης, ο μυημένος φιλικός Κώστας Ζαχαρόπουλος, ο Γεώργιος Τσολάκογλου και ο γιος του Δημήτρης Τσολάκογλου, ο Γιαννάκης Κυρίτσης και ο Γιάννης Αμπάζης, έχτισαν κατά τους χρόνους εκείνους μεγαλοπρεπείς Πύργους με φρουριακή συγκρότηση, που δεν σώζονται σήμερα και χρησίμευαν για προστασία από τις επιδρομές των άτακτων Αρβανίτικων ασκεριών. Γόνοι επίσης σημαντικών οικογενειών της Ρεντίνας επί Τουρκοκρατίας ήταν ο Γεώργιος Δεσπότου, ο Γ. .Αντωνίου, ο Σπ. Γιαννάκης, ο Τσαμαγκίδης και ο Στέφος Το 1775 ο Δημήτρης Τσολάκογλου διαδέχθηκε τον Κώστα Ζαχαράκη, στην διοίκηση των Αγράφων ως κοτζαμπάσης Από τον πύργο του κοτζαμπάση Δημήτρη Τσολάκογλου, άρχοντα χριστιανό, διορισμένο από τους Τούρκους να διοικεί, διασώθηκε επιγραφή, εντοιχισμένη σήμερα στον άλλοτε μύλο του Γιάννη Αυγέρου, -όπου ευχή είναι να απαλλοτριωθεί ο μύλος και να χρησιμοποιηθεί σαν Λαογραφικό Μουσείο - που θα στεγάσει το παρελθόν αυτού του τόπου. Μουσείο στέγασης του Ρεντινιώτη, όπως αυτός διάβηκε την δύσκολη ανηφορικά στράτα του παρελθόντος. Την εποχή του προύχοντα Γεωργίου Τσολάκογλου, που τον διαδέχθηκε ο επίσης αντάξιος του πατέρα του γιος Δημήτριος, η Ρεντίνα γνωρίζει πνευματική άνθιση και γίνονται πολλά έργα, χτίζονται εκκλησίες και το Δημοτικό Σχολείο, ανακαινίζεται το Μοναστήρι, δημιουργείται τεράστια βιβλιοθήκη, που κάηκε στην επανάσταση και ιδρύεται η Σχολή της Ρεντίνας, όπου διδάσκονται Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά και η οποία στην συνέχεια γίνεται ανώτερη. Ακόμη ο μεγαλοκοτζαμπάσης Δημήτρης Τσολάκογλου κατά την Τουρκοκρατία είχε τσιφλίκι του έκταση 4000 στρεμμάτων, στους πρόποδες της οροσειράς των Αγράφων, όπου βρίσκεται το χωριό Πύργος Ιθώμης, που το πούλησε το 1700 στον κυρ-Αλέξη γραμματέα του Σουλτάνου και το οποίο το 1860 αγοράστηκε από τον καταγόμενο από την Λοξάδα τούρκο Ιμίν Κούλογλου, ο οποίος στην συνέχεια το πούλησε το 1890 στους κατοίκους. Το 1817 ο θηριώδης Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επόπτης των δερβενίων της Ρούμελης, επισκέφθηκε την Ρεντίνα και έκατσε τρεις μέρες, σύμφωνα με την ενθύμηση που είναι χαραγμένη στον εξωνάρθηκα του Μοναστηριού, φιλοξενούμενος του κοτζαμπάση Δημητρίου Τσολάκογλου, που είχε φιλικές σχέσεις μαζί του, όχι όμως πάντοτε αδιατάραχτες. Την θυγατέρα του Τσολάκογλου, την πεντάμορφη, ψιλή μελαχρινή, με λυγερό κορμί, κατάμαυρα μακριά μαλλιά και σμαραγδένια μάτια, αρχοντοπούλα Ευφροσύνη, ορεγόταν ο Αλή Πασάς και πριν φθάσει στην Ρεντίνα, άνθρωποί του την καρβούνιασαν, για να μην την γνωρίσει ο Αλής και την έστειλαν στην Σπερχειάδα Φθιώτιδας, όπου αργότερα παντρεύτηκε με τον Γιαννάκη Κοντογιάννη τριτότοκο γιο τού αρματολού Μήτσου Κοντογιάννη. Κατά τους χρόνους αυτούς ο πληθυσμός της Ρεντίνας ενισχύθηκε, με την καταφυγή σε αυτή κατοίκων παρακειμένων οικισμών για ασφάλεια, μια και ήταν από τα ευπορότερα χωριά των Αγράφων. Κατά την παράδοση κάτοικοι του χωριού Τσάτσα, πιεζόμενοι αφόρητα, από τους κλέφτες και αρματολούς, την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στην Ρεντίνα, όταν ο σκληρός αρματολός Ράμος τους κατάφερε το 1758 καίριο χτύπημα. Αργότερα στην πολυαίμακτη ιστορία των επομένων χρόνων και κατά τους επαναστατικούς χρόνους, η Ρεντίνα γράφει σελίδες δόξας, γίνεται κέντρο κλεφταρματολών και συμμετοχής στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 με τους οπλαργηγούς Κώστα Βελή, Σταμάτη Γάτσο και Γιώργο Ζώτο. Οι Τούρκοι στα μέσα του Μάη του 1821 πάτησαν ποδάρι, κατέλαβαν την Ρεντίνα, την λεηλάτησαν και εγκατέστησαν φρουρά, λίγο αργότερα την ανακαταλαμβάνει με αξεπέραστο ηρωισμό ο πολέμαρχος οπλαρχηγός Γεώργιος Ζώτος, αφού εξολόθρευσε την φρουρά του Βελή Μπέη, μετά από ορμητική επίθεση, πεισματώδη και πολύνεκρη μάχη κατά την οποία το μισό χωριό καίγεται. Την χρονιά αυτή μετά τις πρώτες επιτυχίες συγκλονιστικά γεγονότα συμβαίνουν και πάλι στην Ρεντίνα. Το χωριό το ξανάγγιξε πόλεμος, οι Τούρκοι ύστερα από αντεπίθεση τους σε μεγάλη μάχη, που έγινε τον Ιούλη 1821, ο ηρωικός Κώστας Βελής καθώς ανέφερα παραπάνω, περικυκλωμένος από τις υπέρτερες δυνάμεις του Μαχμούτ Δράμαλη Πασά της Λάρισας, πολεμώντας απαράμιλλα ηρωικά με το σπαθί του σώμα με σώμα, αιχμαλωτίζεται έξω από την Ρεντίνα στην θέση Κονιαρόβρυση και στέλνεται στον Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, όπου θανατώνεται με φρικτά βασανιστήρια. Τότε ο Μαχμούτ Δράμαλης καταφέρνει μπαίνει στο χωριό, σκοτώνει άντρες, ξεκοιλιάζει γυναίκες, παλουκώνει γέρους, σφάζει σαν αρνάκια τα παιδιά κι αρπάζει τα κορίτσια. Κακό, κακό μεγάλο! κόλαση γίνηκε η κατακαημένη Ρεντίνα, έτσι πού βουτήχτηκε στον πόνο, στο κλάμα και τα ψυχομαχητά. Κι από πάνω στο τέλος ύστερα βάζει φωτιά στα σπίτια, την καίει και εγκατέστησε ισχυρή Τουρκική φρουρά. Οι αγώνες των Θεσσαλών για την ελευθερία συνεχίσθηκαν και μετά το 1821 η Ρεντίνα δεν ησύχασε στιγμή και το Μοναστήρι της γίνεται και πάλι κέντρο αρματολικισμού. Ο βαρύς ζυγός γίνεται αβάσταχτος από τον κάματο της σκλαβιάς και σε λίγα χρόνια με την Θεσσαλική Επανάσταση οι Ρεντινιώτες παίρνουν και πάλι τ’ άρματα και ξανασηκώνονται. Το 1854 οι ντόπιοι ατρόμητοι επαναστάτες οπλαρχηγοί Νάκος Ρεντινιώτης, Γεωρ. Καραγκούνης και άλλοι διώχνουν την μικρή Αλβανική φρουρά, ύψωσαν την επαναστατική σημαία και κυκλοφόρησαν προκήρυξη σε όλους τους κατοίκους των Αγράφων. Επίσης επαναστάτες της περιοχής με τους οπλαρχηγούς Χαμχουύγια και Κυριάκο, οχυρώθηκαν μέσα στο Μοναστήρι και αντιμετώπισαν τις κατά πολύ μεγαλύτερες Τουρκικές δυνάμεις, που τους είχαν αποκλείσει. Κατά τις συγκρούσεις δε αυτές, η Μονή έπαθε πολλές καταστροφές. Υστερότερα το 1867 επαναστάτησαν και πάλι τα Άγραφα. Για καταστολή της εξέγερσης στάλθηκε στην Ρεντίνα ο Χαλίλ Πασάς, που κατόρθωσε ύστερα από σκληρές μάχες να ερειπώσει την Μονή και να καταβάλλει τους εγκλεισθέντες στο Μοναστήρι και να αιχμαλωτίσει τους γενναίους οπλαρχηγούς Ευάγγελο Κατσιούλα και Κώστα Καραστάθη, που μαρτύρησαν στο πέτρινο αλώνι, σύμφωνα με γράφημα που διασώζετε στον νάρθηκα του Αγίου Γεωργίου. Η καταστροφή αυτή έμεινε στην ιστορία ως ο «μεγάλος χαλασμός». Οι Ρεντινιώτες όμως δεν υποστέλλουν την σημαία του αγώνα, συνεχίζουν να μάχονται πάρ’ όλη την καταστροφή, που υπέστησαν και περιμένουν καρτερικά την πολυπόθητη μέρα της λευτεριάς. Για άλλη μια φορά τρία μέλη της επαναστατικής επιτροπής των Αγράφων, ο Δημητρός Κουσαής, ο Σπύρος Τσολάκογλου και ο Απόστολος Βασαρδάνης υπέγραψαν προκήρυξη που κυκλοφόρησαν στον ορεινό και καμπίσιο χώρο, με την οποίαν καλούσαν τους Θεσσαλούς να αγωνιστούν για την λευτεριά, πράγμα που πήρε σάρκα και οστά στα 1868. Από το 1393, που στρατεύματα του Βαγιαζήτ Β΄ Γιλντερίμ επονομαζόμενου Κεραυνού, κατέλαβαν την Θεσσαλία, ξεκίνησε η μακριά νύχτα της Τουρκοκρατίας. Μα -είναι αλήθεια- όλα τα ανθρώπινα έχουν όρια, έχουν τοπική και χρονική διάρκεια, έτσι το 1878 η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο Ελληνικό κράτος και το 1881 η Ρεντίνα, ως το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής με την ενδιαφέρουσα πορεία της στον χρόνο, γίνεται και πάλι πρωτεύουσα του Δήμου Μενελαϊδος με έμβλημα της το ελάφι, αγαπημένο ζώο στα βουνά του χωριού μας από παλαιότερα. Ο Δήμος Μενελαϊδος σχηματίστηκε με το Β.Δ. της 31-3-1833 ΦΕΚ 126 με πληθυσμό 2454 και έδρα την Ρεντίνα, το δε 1907 είχε 3516 άτομα. Αρχικά ο δήμος περιελάμβανε την Ρεντίνα 1168, Παλιά Γιαννιτσού 60, Σμόκοβο 424, Θραψίμι 317,Λακρέσι 211, Φωτιάνα 222, και Άγιος Ιωάννης 53.
 Τα νεώτερα χρόνια –το πρόσφατο παρελθόν 
 Στην συνέχεια το τέλος της αναφοράς μου, θα το αναζητήσουμε περίπου στις μέρες μας και στο πρόσφατο παρελθόν. Η Ρεντίνα στα κατοπινά χρόνια για άλλη μια φορά αγγίζει την Ιστορία, υπήρξε η καρδιά της Εθνικής Αντίστασης. Στήθηκαν και πάλι περίλαμπρα τρόπαια λεβεντιάς σε όλα τα βουνά του περήφανου αυτού τόπου, έστω και αν η σημερινή γαλήνη του τοπίου, τίποτε δεν προδίδει από την ζωντάνια της Ελεύθερης Ελλάδας και την μεγαλειώδη δράση εκείνης της εποχής. Στην νεότερη περίοδο του 1941-44 το κίνημα της αντίστασης σήκωσε τις καρδιές των Ρεντινιωτών, οι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση, δίνουν τον μεγάλο αγώνα για την χιλιάκριβη τη λευτεριά, με επικεφαλής τους Ρεντινιώτες αντιστασιακούς Καπετάν Ζαχαράκη (Χαρατσάρης), Καπετάν Λεπούχη (Κουτσής), Καπετάν Φαρμάκη (Παπαστεργίου), Καπετάν Γρίβα (Μπάρλας), Καπετάν Μενέλαος (Τσιατάλας), Καπετάν Γκούρας (Χαϊδάς) και ο Καπετάν Κολοκοτρώνης (Ραμαντάνης). Από το 1941 έως το 1944 όλη η Ελλάδα αντιστέκεται στην Γερμανική μπότα, που ’χει πατήσει γερά το κορμί της χώρας. Τα λημέρια των κλεφτών και των καπεταναίων στα Άγραφα ξαναζωντανεύουν, για να γίνουν αυτή τη φορά αντάρτικα καταφύγια. Από το καλοκαίρι του 1941, προτού να γίνει το Ε.Α.Μ., οι Ρεντινιώτες είχανε σηκώσει «μπαϊράκι». Στην ανταρτωμάνα Ρεντίνα οργανώνονται τα πρώτα τμήματα ένοπλης Αντίστασης στον κατακτητή. Είναι δε απόλυτα αληθινό ότι στα χρόνια αυτά της μαύρης κατοχής, δεν υπήρξε Αγραφιώτης, που να μην πήρε μέρος στην αντίσταση. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ο «ατίθασος» Αγραφιώτης έδωσε τα πάντα για την ανεξαρτησία του και τη λευτεριά του. Κι αυτό, γιατί πάντα θέλησε να ζήσει απροσκύνητος», είναι δε γνωστό αυτό και αντιστοιχεί με την ιστορική διαδρομή του. Οι κάτοικοι των Αγράφων είχαν πάντα την παραδοσιακή φήμη των ελεύθερων, ανυπάκουων και απειθάρχητων. Είχαν διατηρήσει την αυτονομία τους σε όλη την διάρκεια της δύσκολης εποχής Τουρκοκρατίας, τότε που άναψαν τη φλόγα και πήραν μέρος ενεργά στην επανάσταση του εικοσιένα. Και τούτη τη φορά αισθάνονται την ηθική υποχρέωση, να υπερασπιστούν το ένδοξο παρελθόν τους. Παλιά δουλειά για τους Ρεντινιώτες ο πόλεμος, οι Γερμανοί δεν έφτασαν ποτέ στην Ρεντίνα, η εθνική αντιστασιακή εποποιία είχε αρχίσει. Αχολογούν οι ρεματιές και αντιλαλούν οι λόγκοι, το περίφημο συγκρότημα «Μενελαϊδα», όπου τριάντα νέοι Ρεντινιώτες αγωνιστές και ο οπλισμός τους αποτέλεσαν μέρος των μονάδων του ΕΛΑΣ. Η Εθνική Αντίσταση φουσκώνει τα στήθια όλων των Ελλήνων, ο μεγαλειώδης αγώνας προκαλεί τον θαυμασμό και περηφάνια, πέρασε δε στη μνήμη του λαού μας αποτυπωμένος στα λόγια του Αντιστασιακού ποιητή, «που ’σαι Πατρίδα σίμωσε να κλάψεις τα παιδιά σου, έλα ν’ ανάψεις το κερί σα φάρος να φωτίσει, για να γνωρίσουν οι λαοί στα πέρατα του κόσμου, πως η Ελλάδα γέννησε καινούργιο εικοσιένα». Όμως η ώρα της λευτεριάς ήταν πολύ κοντά, λίγους μήνες αργότερα η Ελλάδα, θα ελευθερωνόταν από τους κατακτητές. Δεν θα προλάβει όμως να χαρεί, γιατί αμέσως ξέσπασε σαν άγρια κατάρα και παραφροσύνη, ο φοβερός εμφύλιος καταστροφικός πόλεμος. Ήταν η εποχή που έχανε η μάνα το παιδί και ο σκύλος τον αφέντη και ο αδελφός δεν γύριζε να δει τον αδελφό. Σκληρός, αιματηρός και πολύνεκρος ήταν αυτός ο πόλεμος για τον τόπο μας, ο εμφύλιος, που εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό σπαραγμό και προξένησε ανείπωτα πένθη και πάθη. Το μεγάλο αυτό μακελειό ανάμεσα στους αντίπαλους, ας μην πούμε εχθρούς, αφού όλοι τους ήταν Έλληνες, μόνο που ο καθένας πίστευε σε κάτι άλλο, έφερε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω. Ο εμφύλιος σπαραγμός διήρκησε από το 1946 έως τον Σεπτέμβρη του 1949. Μετά την λήξη του το 1950 το χωριό βρέθηκε διαλυμένο, αφού έχασε ένα μεγάλο μέρος του άλλοτε ενεργού πληθυσμού και μαζί την ζωντάνια του. Οι κάτοικοι για να περιμαζέψουν τα συντρίμμια που άφησε ο απεχθείς και αποτρόπαιος πόλεμος, προσπάθησαν μήπως μπορέσουν να ξαναστήσουν όρθια τα όνειρα της ζωής, έπρεπε να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους απ’ αρχής, ν ’αρχίσουν τη ζωή από το τίποτα. Τα παλιά καλά τους ήταν σαν όνειρο αγύριστο. Δύσκολα όμως ξαναπαίρνει τ’ απάνω του ο τόπος. Αργεί, με κόπο και ψυχομαχητό ξαναφτιάχνεται και χρειάζονται χρόνια, μα! έτσι το θέλει ετούτος ο κόσμος, κι οι πιο κακές λαβωματιές έχουνε την γιατρειά τους. Με τα χρόνια περνάνε κι απολησμονιούνται κι οι καημοί, κι οι πίκρες, κι όλο καινούργιες έρχονται, για να λησμονηθούν κι εκείνες μπροστά σ’ άλλες. Έτσι είναι, εγώ που σας τα λέω, όλα ν’ απολησμονιούνται στου χρόνου τα γυρίσματα. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως ένας πόλεμος είναι πόλεμος, ενώ ένας εμφύλιος πόλεμος είναι έξω από τα όρια του λογικού είναι παραφροσύνη και η διχόνοια πληγή του τόπου από τους πανάρχαιους χρόνους
 Η  Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του ΕΛΑΣ
 Η Σχολή άρχισε να λειτουργεί για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1943 στο Περτούλι Τρικάλων, απ’ όπου και αποφοίτησε η πρώτη σειρά, 138 εφέδρων Αξιωματικών. Τον Οκτώβρη του 1943 μεταφέρθηκε στα Λουτρά Σμοκόβου, όμως οι Γερμανοί καίνε τα Λουτρά και η δεύτερη σειρά Αξιωματικών μετά από αδιάκοπες μετακινήσεις, αποφοίτησε στην Δ. Φραγγίστα. Στην Ρεντίνα λειτούργησε από τον Μάρτη του 1944 μέχρι τον Σεπτέμβριο του ιδίου χρόνου, στεγάστηκε Δημοτικό Σχολείο της Ρεντίνας και αποφοίτησα οι δύο τελευταίες σειρές Αξιωματικών, τρίτη και τετάρτη σειρά. Την περίοδο αυτή φοιτούν στην Σχολή 840 μαθητές αγωνιστές από την Αθήνα, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα μεταξύ τους και αρκετές γυναίκες, που φιλοξενούνται στα σπίτια των κατοίκων. Στις τέσσαρες εκπαιδευτικές περιόδους της Σχολής φοίτησαν περίπου 1400 σπουδαστές, τελείωσαν δε τις σπουδές τους και βγήκαν από αυτήν, 1260 Ανθυπολοχαγοί του ΕΛΑΣ, μεταξύ αυτών και 13 γυναίκες. Αφού φρεσκάραμε την μνήμη μας καιρός είναι νομίζω τώρα, να εστιάσω την προσοχή μας στον μικρό αυτό κομμάτι της Αγραφιώτικης γης το οποίο αντιπροσωπεύει η Ρεντίνα. Έτσι λοιπόν και ο δικός μας τόπος αναπόσπαστο κομμάτι του Ελλαδικού χώρου γενικότερα γνώρισε πολυάριθμες επιδρομές, λεηλασίες και καταστροφές από διάφορους κατακτητικούς λαούς, επίσης σφαγές, ατιμώσεις, σκλαβιά και ξενική κατοχή. Μέσα όμως απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις κατάφερε να κρατήσει δύο βασικά πράγματα, απόδειξη της συνέχειας της Ελληνικότητας και του σπουδαίου πολιτισμού του. Τα πράγματα αυτά, το ένα είναι η γλώσσα του και το άλλο η Εθνική συνείδηση, που παραμένουν ακόμη απόρθητα κάστρα. Πέρα από αυτά τα δύο βασικά πράγματα κράτησε και κρατάει ακόμη τα ήθη και τα έθιμα του. Αυτά που γράφτηκαν στο πέρασμα των αιώνων μέσα από την πολύχρονη ιστορία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου